Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

The Way (ΗΠΑ 2010) 123'





 Με λίγα λόγια

«Έ­νας πα­τέ­ρας τα­ξι­δεύ­ει στην Ι­σπα­νί­α, για να πα­ρα­λά­βει την σω­ρό τού γιου του, που έ­χα­σε την ζω­ή του καθώς πορευόταν για το δημοφιλές στους Ρωμαιοκαθολικούς προ­σκύ­νη­μα του  "El camino de Santiago" α­πό τα σύ­νο­ρα Γαλ­λί­ας – Ι­σπα­νί­ας μέ­χρι το Santiago de Compostela, λί­γο πριν τον Α­τλαν­τι­κό. Όταν φτάνει εκεί, α­πο­φα­σί­ζει  να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει ο ίδιος το μακρύ οδοιπορικό. Στην πο­ρεί­α προς τον Ά­γιο, ο πλού­σιος Α­με­ρι­κα­νός ο­φθαλ­μί­α­τρος, ο­δη­γεί­ται σε έ­να υ­παρ­ξια­κό τα­ξί­δι αυ­το­γνω­σί­ας, μα­ζί με τρεις συ­νο­δοι­πό­ρους του.»



Αν­τί­στρο­φοι ρό­λοι

Ο κά­θε πα­τέ­ρας νοι­ώ­θει τα παι­διά του σαν συ­νέ­χεια του ε­αυ­τού του κι ελ­πί­ζει εν­δό­μυ­χα να δει τον γιο του ν’ α­κο­λου­θεί την ί­δια μ’ ε­κεί­νον πο­ρεί­α και να πε­τυ­χαί­νει στη ζω­ή του, ό­σα ε­κεί­νος δεν μπό­ρε­σε να κα­τα­κτή­σει. Συ­χνά ό­μως τα παι­διά έ­χουν μια δι­α­φο­ρε­τι­κή θε­ώ­ρη­ση της ζω­ής και ό­ταν η α­γά­πη με­τα­ξύ τους δεν ξε­περ­νά τις ψυ­χο­λο­γι­κές αν­τι­στά­σεις που α­να­πτύσ­σον­ται στο πλη­σί­α­σμα τους, στα­δια­κά α­πο­μα­κρύ­νον­ται. Ο θά­να­τος ω­στό­σο εί­ναι μια καμ­πή, που δεν μπο­ρεί κα­νείς να α­γνο­ή­σει και που μπο­ρεί να α­να­στρέ­ψει τα πάν­τα.

Στην α­ξι­ό­λο­γη αυ­τή ται­νί­α, ο για­τρός Tom Avery (που υ­πο­δύ­ε­ται ο Martin Sheen, πα­τέ­ρας του σκη­νο­θέ­τη της ται­νί­ας Emilio Estevez), εί­ναι ε­κεί­νος που θα α­κο­λου­θή­σει αυ­θόρ­μη­τα και θα ο­λο­κλη­ρώ­σει την πο­ρεί­α του γιου του, που τη δι­έ­κο­ψε στην αρ­χή της, μια κα­ται­γί­δα στα Πυ­ρη­ναί­α. Μπρο­στά στον θά­να­το, ό­λα παίρ­νουν τη θέ­ση που τους αρ­μό­ζει. Οι αν­τι­θέ­σεις παύ­ουν να υ­φί­σταν­ται, ο ε­γω­ι­σμός δεν έ­χει λό­γο ύ­παρ­ξης, η α­πω­θη­μέ­νη α­πό τις συν­θή­κες α­γά­πη, α­να­δύ­ε­ται και α­παι­τεί το με­ρί­διο της στη ζω­ή. Το με­ρί­διο της και στο πέν­θος ε­νός πα­τέ­ρα, που θα τα­ξι­δέ­ψει τον νε­κρό γιο του στους ώ­μους του, μέ­χρι το τέ­λος του προ­ο­ρι­σμού του.  

Το πέν­θος εί­ναι πάν­τα συ­νυ­φα­σμέ­νο με την α­γά­πη. Και εί­ναι αυ­τή που αλ­λοι­ώ­νει τον θά­να­το, τον δι­α­λύ­ει, τον με­τα­τρέ­πει σε φως και φέρ­νει την α­νά­στα­ση. Για τον Τομ, εί­ναι η μο­να­δι­κή ευ­και­ρί­α να βι­ώ­σει με κό­πο, με προ­σπά­θεια, με πό­νο, τη σχέ­ση του με τον γιο του, να ταυ­τι­στεί μα­ζί του σ’ αυ­τό το τα­ξί­δι, ν’ α­πε­λευ­θε­ρώ­σει την α­γά­πη του, να πεν­θή­σει και ν’ α­να­γεν­νη­θεί.    


Συ­νο­δοι­πό­ροι


Το προ­σκύ­νη­μα "El camino de Santiago" α­πό τα σύ­νο­ρα Γαλ­λί­ας – Ι­σπα­νί­ας μέ­χρι το Santiago de Compostela, λί­γο πριν τον Α­τλαν­τι­κό, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό 800 χι­λι­ό­με­τρα. Μια πο­ρεί­α - κά­λε­σμα του Α­γί­ου, για να ζυ­γί­σει ο κα­θέ­νας τη στά­ση της ζω­ής του, βή­μα-βή­μα μέ­χρι σή­με­ρα.
Αλ­λά αν η δι­α­δρο­μή αυ­τή εί­ναι για τον Τομ μια προ­σω­πι­κή πο­ρεί­α πέν­θους, εί­ναι ταυ­τό­χρο­να και μια πο­ρεί­α συ­νάν­τη­σης. Για τον ί­διο και τους συ­νο­δοι­πό­ρους του. 
Γνω­ρι­μί­α, συ­νάν­τη­ση με τον ε­αυ­τό μας, δεν γί­νε­ται χω­ρίς κοι­νω­νί­α με τους «άλ­λους». Και «κοι­νω­νί­α» μα­ζί τους ση­μαί­νει, να α­να­γνω­ρί­ζου­με τον ε­αυ­τό μας στα μά­τια τους. Ό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κοί κι αν εί­ναι οι άλ­λοι σαν χα­ρα­κτή­ρες. Για­τί εί­ναι ο σύν­δε­σμος της α­γά­πης -του ί­διου του Θε­ού-, που ξε­περ­νά ό­λες τις δι­α­φο­ρές και πραγ­μα­το­ποι­εί τον συν­το­νι­σμό, την ε­πα­φή , την ταύ­τι­ση.

Στον ί­διο δρό­μο του Σαν­τιά­γκο, πο­ρεύ­ε­ται και ο Γι­ο­στ α­πό το Άμ­στερ­νταμ. Ο Τομ στη συ­νάν­τη­ση τους, δυ­σκο­λεύ­ε­ται να α­πο­κα­λύ­ψει, να δη­μο­σι­ο­ποι­ή­σει τον λό­γο που τον ώ­θη­σε στην πο­ρεί­α αυ­τή. Ο Γι­ο­στ δεν έ­χει κα­νέ­να πρό­βλη­μα να ο­μο­λο­γή­σει, πως α­κο­λου­θεί τον δρό­μο του προ­σκυ­νή­μα­τος α­πλά σαν γυ­μνα­στι­κή, για ν’ α­δυ­να­τί­σει και ν’ α­ρέ­σει πά­λι στη γυ­ναί­κα του. Έ­να άλ­λο­θι, που ται­ριά­ζει στον κο­σμι­κά κοι­νω­νι­κό, ε­πι­φα­νεια­κό και ε­ξω­στρε­φή τύ­πο του.

Η Σά­ρα α­πό τον Κα­να­δά, κά­νει την πο­ρεί­α αυ­τή για να κό­ψει το κά­πνι­σμα. Θα κα­τα­θέ­σει στο τέρ­μα την ε­ξάρ­τη­ση της α­πό το τσι­γά­ρο, που την κά­νει ε­πι­θε­τι­κή και αν­τι­φα­τι­κή. Ο Ιρ­λαν­δός Τζακ, ψά­χνει στον δρό­μο του προ­σκυ­νή­μα­τος την έμ­πνευ­ση του πα­ρα­τη­ρη­τή, του συγ­γρα­φέ­α που κα­τα­γρά­φει ι­στο­ρί­ες, ι­δέ­ες κι αν­τι­δρά­σεις, για να ε­νερ­γο­ποι­ή­σει το πνεύ­μα του.  

Ο κα­θέ­νας τους, με το φορ­τί­ο του προ­βλή­μα­τος του στους ώ­μους του, ζη­τά την κα­τάλ­λη­λη δι­και­ο­λο­γί­α για τον ε­αυ­τό του και για τα μά­τια του κό­σμου. Ό­μως η α­λή­θεια εί­ναι, πως κα­νέ­νας δεν ξε­κι­νά να περ­πα­τή­σει 800 χι­λι­ό­με­τρα για γυ­μνα­στι­κή, για να κό­ψει το τσι­γά­ρο ή για να βρει την έμ­πνευ­ση. Η πι­κρή α­λή­θεια εί­ναι, πως κα­νέ­νας δεν α­πο­φα­σί­ζει εύ­κο­λα, να α­παρ­νη­θεί την υ­πο­κρι­τι­κή πα­ρου­σί­α του στο θέ­α­τρο της κο­σμι­κής ζω­ής και να ε­ξο­μο­λο­γη­θεί α­πό τα βά­θη της ψυ­χής του με θάρ­ρος, τη συ­ναί­σθη­ση της α­νε­πάρ­κειας του, της ε­νο­χής του, της α­πο­τυ­χί­ας του.

Γι αυ­τό βγή­καν ό­λοι στον δρό­μο του Α­γί­ου. Για να α­πο­κτή­σει η ζω­ή τους για 800 χι­λι­ό­με­τρα, νό­η­μα. Να κά­νουν ε­πι­τέ­λους κά­τι, να κι­νη­το­ποι­ή­σουν τη βού­λη­ση τους στην α­να­ζή­τη­ση του ε­αυ­τού τους και σε ό,τι μπο­ρεί να κρύ­βε­ται ε­κεί . Να βρουν το θάρ­ρος της ε­ξο­μο­λό­γη­σης, την κά­θαρ­ση της πα­ρα­δο­χής, το έ­λε­ος των σφαλ­μά­των, την υ­πέρ­βα­ση του θα­νά­του τους.

El Camino de Santiago

Ο δρό­μος του Α­γί­ου Ι­α­κώ­βου, ε­κτός α­πό πο­ρεί­α πέν­θους, ε­κτός α­πό πο­ρεί­α συ­νάν­τη­σης, εί­ναι τε­λι­κά η ί­δια η ζω­ή, έ­να πρό­τυ­πο ζω­ής.
Έ­να πρό­τυ­πο λι­τού τρό­που ζω­ής, που έ­χει την α­φε­τη­ρί­α του στην εν­συ­νεί­δη­τη α­πό­φα­ση για μια νέ­α πο­ρεί­α, με συγ­κε­κρι­μέ­νη κα­τεύ­θυν­ση και λε­πτο­με­ρή σχε­δια­σμό.
Έ­χει σκο­πό, στό­χο και πυ­ξί­δα του, το προ­σκύ­νη­μα του Α­γί­ου, την α­γι­ό­τη­τα.
Βα­σί­ζε­ται σε λί­γα μα α­πα­ραί­τη­τα ε­φό­δια, σε κα­λό προ­γραμ­μα­τι­σμό και στην α­πώ­θη­ση των αρ­νη­τι­κών ε­πιρ­ρο­ών.
Και α­παι­τεί προ­σή­λω­ση στην ο­λο­κλή­ρω­ση της πο­ρεί­ας, συ­νέ­πεια στην τή­ρη­ση του προ­γράμ­μα­τος, ε­γρή­γορ­ση στους κιν­δύ­νους και προ­σή­νεια στους συ­νο­δοι­πό­ρους.

Αυ­τά τα στοι­χεί­α που μας προ­βάλ­λει η ται­νί­α, τα α­ξι­ο­λο­γού­με σαν έ­ναν πρό­τυ­πο Τρό­πο Ζω­ής. Σε κα­νέ­να ση­μεί­ο της κα­τά­τα­ξης αυ­τής ό­μως, δεν α­να­φέ­ρε­ται ο Θε­ός. Αλ­λά ο Θε­ός δεν κα­τα­τάσ­σε­ται. Ο Θε­ός εί­ναι παν­τού. Προ­σκύ­νη­μα, δεν εί­ναι ο τό­πος. Εί­ναι το νό­η­μα που ε­νέ­χει η το­πο­θε­σί­α. Ο Θε­ός εί­ναι το νό­η­μα, η ψυ­χή των πάν­των. Εί­ναι η ζω­ή, η δύ­να­μη, το πά­τη­μα σε κά­θε βή­μα της πο­ρεί­ας προς τον Ά­γιο. Εί­ναι η θερ­μό­τη­τα που φλο­γί­ζει τις καρ­δι­ές στην προ­σπά­θεια, στην κού­ρα­ση, στον πό­νο, στο λα­χά­νια­σμα. Εί­ναι πα­ρών στη χα­ρά της συ­νάν­τη­σης με τους συ­νο­δοι­πό­ρους, στην α­γά­πη που α­να­πτύσ­σε­ται α­νά­με­σα τους σε κά­θε μέ­τρο που δι­α­νύ­ουν, σε κά­θε πε­ρι­στα­τι­κό που μοι­ρά­ζον­ται.  

Το νό­η­μα του δρό­μου για το Σαν­τιά­γκο, κρύ­βε­ται α­κρι­βώς στον τρό­πο ζω­ής. Η ζω­ή δεν αλ­λά­ζει. Πάν­τα θα έ­χει τις δυ­σκο­λί­ες και τα α­πρό­ο­πτα της. Ό­που κι αν βρι­σκό­μα­στε, ό­ποι­α κι αν εί­ναι η α­σχο­λί­α μας. Ό άν­θρω­πος ό­μως, αλ­λά­ζει. Δεν θα εί­ναι α­πα­ραί­τη­τα πάν­το­τε ε­γω­κεν­τρι­κός, ι­σχυ­ρο­γνώ­μων, α­να­σφα­λής, ε­πι­πό­λαι­ος, α­νό­η­τος ή υ­πο­κρι­τής. Αρ­κεί να το θε­λή­σει. Στον χώ­ρο που του δό­θη­κε, στο χρό­νο που θα το α­πο­φα­σί­σει, μπο­ρεί να ξε­κι­νή­σει την πο­ρεί­α του. Α­πλά σαν πο­ρεί­α, σαν νέ­ο τρό­πο ζω­ής. Με σφάλ­μα­τα και πα­ρα­βλέ­ψεις, με α­γω­νί­ες και δο­κι­μα­σί­ες. Με πολ­λή υ­πο­μο­νή πα­ράλ­λη­λα, προ­σή­λω­ση και πί­στη.

Το τα­ξί­δι

Έ­να τα­ξί­δι προ­σφέ­ρει πάν­τα τα δώ­ρα του: εν­τυ­πώ­σεις, εμ­πει­ρί­ες, συγ­κρί­σεις, μα­θή­μα­τα και α­να­μνή­σεις. Η πο­ρεί­α στον δρό­μο του Α­γί­ου, προ­σφέ­ρει κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο: την ευ­και­ρί­α να δέ­χε­σαι τα δώ­ρα του τα­ξι­διού σου με δι­ά­κρι­ση και α­ξι­ο­λό­γη­ση, την ευ­και­ρί­α να βλέ­πεις και να νοι­ώ­θεις βα­θύ­τε­ρα τον ε­αυ­τό σου και τους άλ­λους και την ευ­και­ρί­α α­κό­μα, να αι­σθά­νε­σαι ευ­γνω­μο­σύ­νη για τη συμ­με­το­χή σου στη ζω­ή.  

Σε μια στιγ­μή χα­λά­ρω­σης, ο Τομ έ­χα­σε ό­λα τα υ­πάρ­χον­τα του. Τα πή­ρε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά το πο­τά­μι. Και μα­ζί στο σα­κί­διο, τη στά­χτη του γιου του. Σε μια στιγ­μή χά­θη­καν τα πάν­τα. Χω­ρίς ε­φό­δια, δεν μπο­ρού­σε να προ­χω­ρή­σει. Χω­ρίς τον γιο του, δεν υ­πήρ­χε λό­γος να προ­χω­ρή­σει. Κι έ­πε­σε στο πο­τά­μι, πά­λε­ψε, κιν­δύ­νευ­σε. Δρα­μα­τι­κά μό­νος. Μα βρέ­θη­καν κά­ποι­α κλα­διά και πι­ά­στη­κε. Και κά­ποι­α φύλ­λα των δέν­τρων, θρό­ι­σαν α­πα­λά α­πό τη θε­ϊ­κή πα­ρου­σί­α.

Θα χά­σει αρ­γό­τε­ρα και δεύ­τε­ρη φο­ρά τα υ­πάρ­χον­τα του. Έ­νας μι­κρός τσιγ­γά­νος θα του κλέ­ψει το σα­κί­διο. Έ­να παι­δί θα τον φέ­ρει ξα­νά στα χεί­λη της α­πελ­πι­σί­ας. Α­π’ τον πα­τέ­ρα του ό­μως μα­ζί με το σα­κί­διο, θα δε­χθούν ο Τομ και οι φί­λοι του, με­ρι­κά μα­θή­μα­τα. Πως πο­τέ δεν πρέ­πει να γε­νι­κεύ­ου­με, για­τί ο κά­θε άν­θρω­πος, σε ό­ποι­α ο­μά­δα και αν α­νή­κει, εί­ναι έ­να ξε­χω­ρι­στό πρό­σω­πο, με τη δι­κή του βού­λη­ση κι ε­λευ­θε­ρί­α. Πως ε­κεί που δεν το πε­ρι­μέ­νεις, μπο­ρεί να βρεις κα­τα­νό­η­ση, συμ­πα­ρά­στα­ση, ευ­γέ­νεια ψυ­χής. Και πως ο Θε­ός δεν ε­νερ­γεί μό­νο μέ­σα α­πό τους ε­λε­ή­μο­νες, τους ε­νά­ρε­τους, τους αν­θρώ­πους της Εκ­κλη­σί­ας, αλ­λά μέ­σα α­πό τον κά­θε άν­θρω­πο κι α­πό αυ­τόν που δεν υ­πο­λο­γί­ζου­με, δεν ε­κτι­μού­με ή και υ­πο­τι­μού­με. «Του Κυ­ρί­ου η γη και το πλή­ρω­μα αυ­τῆς· η οι­κου­μέ­νη και πάν­τες οι κα­τοι­κούν­τες εν αυ­τή». Στον Θε­ό α­νή­κουν οι ψυ­χές ό­λων μας. 
   
Ο Τομ και οι συ­νο­δοι­πό­ροι του, θα πά­ρουν α­κό­μα έ­να μά­θη­μα α­πό τους τσιγ­γά­νους. Τι α­κρι­βώς ση­μαί­νει γι­ορ­τή, συμ­με­το­χή στην ο­μα­δι­κή χα­ρά.
Ο κα­θα­ρά πνευ­μα­τι­κός άν­θρω­πος, δεν χρει­ά­ζε­ται τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο, ό­λα τα πε­ρι­λαμ­βά­νει η προ­σευ­χή του: κοι­νω­νί­α, ε­ξι­λέ­ω­ση, έκ­φρα­ση, γι­ορ­τή, χα­ρά.
Ο φορ­τι­σμέ­νος κα­θη­με­ρι­νός άν­θρω­πος ό­μως, έ­χει τρεις τρό­πους ψυ­χο­σω­μα­τι­κής ε­κτό­νω­σης: το κλά­μα, τον χο­ρό και τον έ­ρω­τα. Το κλά­μα εί­ναι ο πό­νος, ο έ­ρω­τας η τρέ­λα. Ο χο­ρός, η συ­νι­στα­μέ­νη τους, που ό­ταν γέρ­νει προς τη μια ή την άλ­λη με­ριά, α­πο­κτά την α­νά­λο­γη δυ­να­μι­κή κι ο πό­νος ή ο έ­ρω­τας τό­τε, συ­νερ­γούν και ξε­περ­νούν τις δι­α­στά­σεις του χο­ρού, η έκ­φρα­ση τους αγ­γί­ζει την ε­ξι­λέ­ω­ση και γί­νον­ται συ­νάν­τη­ση, α­γά­πη και προ­σευ­χή.


Τέ­λος πο­ρεί­ας

Στην εί­σο­δο του Να­ού, αν­τί­κρυ α­πό το ά­γαλ­μα του Α­γί­ου Ι­α­κώ­βου, ο δρό­μος για το προ­σκύ­νη­μα έ­χει φθά­σει στο τέ­λος του.
Η πα­ρά­δο­ση λέ­ει, πως οι πα­λιοί προ­σκυ­νη­τές προ­χω­ρού­σαν με τα γό­να­τα α­πό την εί­σο­δο μέ­χρι τον Ά­γιο. Οι σύγ­χρο­νοι συ­νο­δοι­πό­ροι, ο Τομ, η Σά­ρα, ο Τζακ, δεν το βρί­σκουν α­πα­ραί­τη­το. Προ­χω­ρούν κα­νο­νι­κά έ­νας-έ­νας και α­κουμ­πούν την πα­λά­μη τους στο ά­γαλ­μα, στο εν­τύ­πω­μα που σχη­μά­τι­σαν ε­κα­τομ­μύ­ρια αγ­γίγ­μα­τα προ­η­γού­με­νων προ­σκυ­νη­τών. Κά­θε άγ­γιγ­μα και μια κα­τά­θε­ση ψυ­χής, μια ευ­χή, μια μαρ­τυ­ρί­α.

Ο Γι­ο­στ α­πό το Άμ­στερ­νταμ, τε­λευ­ταί­ος, θα α­κο­λου­θή­σει πε­σμέ­νος στα γό­να­τα. Κά­τω α­πό την κο­σμι­κή του ορ­γά­νω­ση, ε­λα­φρό­τη­τα και α­νε­με­λιά, α­να­δύ­ε­ται η α­νάγ­κη του πνεύ­μα­τος του να εκ­προ­σω­πή­σει ε­πά­ξια τον ε­αυ­τό του και τους φί­λους του και να προ­σέλ­θει με τον ο­φει­λό­με­νο σε­βα­σμό στον Ά­γιο. Η συ­ναί­σθη­ση της κε­νό­τη­τας και της α­να­ξι­ό­τη­τας του, τον ο­δή­γη­σαν στην ο­λο­κλή­ρω­ση του προ­σκυ­νή­μα­τος του, με την έμ­πρα­κτη έκ­φρα­ση της τα­πεί­νω­σης και της α­γά­πης του.

Το τα­ξί­δι τε­λεί­ω­σε. Οι τέσ­σε­ρις συ­νο­δοι­πό­ροι, κα­τά­φε­ραν να γί­νουν φί­λοι. Η α­γά­πη που τους συν­δέ­ει ξε­πέ­ρα­σε την υ­πε­ρο­ψί­α της δι­α­νό­η­σης, την άμ­βλυν­ση κρί­σης του οι­νο­πνεύ­μα­τος κά­ποι­α στιγ­μή, τις δι­α­φο­ρές καλ­λι­έρ­γειας, φι­λο­σο­φί­ας και συμ­πε­ρι­φο­ράς. Τους  έ­κα­νε, να θέ­λουν να βρί­σκον­ται μα­ζί και ε­κτός πο­ρεί­ας. Η κοι­νή πο­ρεί­α ό­μως, ο κοι­νός σκο­πός εί­ναι που τους κρά­τη­σαν κον­τά, τους συ­σπεί­ρω­σαν, τους έ­νω­σαν σε μια μι­κρή φι­λι­κή κοι­νό­τη­τα. Η α­γά­πη δεν έ­χει προ­ϋ­πο­θέ­σεις και πε­ρι­ο­ρι­σμούς. Η α­γά­πη εί­ναι μό­νο κα­τα­νό­η­ση, α­πο­δο­χή και χα­ρά συν­τρο­φι­κό­τη­τας. Α­πό ό­λους και για ό­λους.

Στο τέρ­μα του δρό­μου, ο κα­θέ­νας έ­χει κά­νει τον α­πο­λο­γι­σμό του. Ο Γι­ο­στ δεν έ­χα­σε ού­τε έ­να κι­λό, η Σά­ρα δεν έ­κο­ψε το τσι­γά­ρο, ο Τζακ δεν δι­καί­ω­σε το τα­λέν­το του. Ό­μως ό­λοι α­πό­κτη­σαν αυ­τό του πραγ­μα­τι­κά α­να­ζη­τού­σαν. Α­νά­παυ­ση α­πό την ε­να­πό­θε­ση του προ­σω­πι­κού τους φορ­τί­ου στα πό­δια του Α­γί­ου, ει­ρή­νη στην καρ­διά τους και α­γά­πη με­τα­ξύ τους και για τον Τομ.

Ο Τομ δέ­χθη­κε στην καρ­διά του τους τρεις φί­λους του, που θα τον α­κο­λου­θή­σουν ως τον ω­κε­α­νό. Ε­κεί θα εί­ναι το τέ­λος της δι­κής του πο­ρεί­ας. Έ­χει σφρα­γί­σει το δι­α­βα­τή­ριο του δρό­μου του Σαν­τιά­γκο, στο ό­νο­μα του γιου του. Ε­κεί θα τον α­πο­χαι­ρε­τί­σει.          
 

Πέ­ρα α­π’ το Santiago

Ό­ταν φθά­νει κά­ποι­ος ε­κεί που έ­φθα­σε έ­νας Ά­γιος, το­πι­κά και με­τα­φο­ρι­κά, έ­χει ή­δη α­ξι­ω­θεί τη χά­ρη του Θε­ού. Ό­μως στα βρά­χια της Muxia, στην εκ­θαμ­βω­τι­κή ο­μορ­φιά των κυ­μά­των που σπά­νε πά­νω τους και σκορ­πί­ζουν στο φως, ε­κεί, η αί­σθη­ση της πα­ρου­σί­ας του Θε­ού εί­ναι ο­λο­ζών­τα­νη.
Οι φί­λοι α­πο­χω­ρούν δι­α­κρι­τι­κά.
Ο Τομ α­πο­χαι­ρε­τά τον γιο του.  

Η τε­λι­κή αί­σθη­ση που α­φή­νει η ται­νί­α, α­κο­λου­θεί σαν η­χώ τον θε­α­τή:
“Κοί­τα­ξε μέ­σα σου πιο προ­σε­κτι­κά” του λέ­ει “και μην κα­θυ­στε­ρείς..
Αν πρό­κει­ται ν’ α­κο­λου­θή­σεις τον δρό­μο για το Σαν­τιά­γκο, μη χά­νεις άλ­λον χρό­νο. Δεν χρει­ά­ζε­σαι μια δι­και­ο­λο­γί­α για τους άλ­λους. Ού­τε για τον ε­αυ­τό σου. Ε­σύ ξέ­ρεις, ό­τι ο ε­αυ­τός σου βρί­σκε­ται ή­δη στον δρό­μο.. , α­φού «η α­πό­φα­ση του σή­με­ρα, έ­χει τις ρί­ζες της στο χτες». Το τα­ξί­δι του αύ­ριο ξε­κι­νά σή­με­ρα, τώ­ρα!..

Μ. Ψ.