Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Поп [Ο Ιερέας, Ρωσία – 2010]


   
Κάποιες φορές λέμε πως η ειρηνική ζωή μας είναι γεμάτη από μικρούς θανάτους, όταν μας τυχαίνουν απογοητεύσεις, ματαιώσεις και απώλειες, όταν όμως ο πόλεμος φθάνει στην πατρίδα σου, μπαίνει στη γειτονιά σου και περνά την πόρτα του σπιτιού σου, τότε η ζωή γεμίζει από την οσμή του θανάτου που ανατρέπει παρελθόν και μέλλον, διαλύει όνειρα και επιδιώξεις και σκοτώνει αγαπημένα πρόσωπα. Η μοναξιά τελικά, είναι το αντίτιμο της επιβίωσης. 


 Η ταινία ΠΟΠ, σε σκηνοθεσία του Vladimir Khotinenko, βασίζεται σε αληθινά γεγονότα στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1941 κατά τη Γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, υπήρξε κάποια χαλάρωση λόγω του πολέμου, της από δεκαετίες επίσημης σοβιετικής αντιθρησκευτικής πολιτικής και παράλληλη ενθάρρυνση από πλευράς των Γερμανών του Ορθόδοξου ρωσικού κλήρου, για επαναλειτουργία των ναών στα σοβιετικά εδάφη που είχαν καταλάβει. Ήταν ένα μέτρο των κατακτητών ναζί, να εμφανισθούν σαν απελευθερωτές του ρωσικού λαού από τον άθεο κομμουνισμό των μπολσεβίκων. 


 Ο Μητροπολίτης Sergey Voskresensky, συνέστησε τότε μια Ορθόδοξη Ιεραποστολή από ιερείς των Βαλτικών Δημοκρατιών και την απέστειλε στην κατεχόμενη περιοχή Pskov της Ρωσίας. Αργότερα η ιεραποστολή κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Γερμανούς και τους ιερείς που συμμετείχαν, τους κατηύθυναν σε στρατόπεδα εργασίας.
Ένας από τους ιερείς της αποστολής, ο Πατέρας Aleksandr Ionin, έγραψε τα απομνημονεύματα του, μαρτυρία των όσων διαδραματίσθηκαν τότε,
στα οποία στηρίχθηκε το βιβλίο και στη συνέχεια το σενάριο της ταινίας αυτής από τον Alexandr Segen.

 
Ο Aleksandr Ionin (Sergey Makovetsky), ζούσε σε ένα χωριό της Λετονίας πριν από τη ναζιστική εισβολή, μαζί με τη γυναίκα του Matushka Alevtina (Νίνα Usatova). Σε κομμουνιστικό καθεστώς, με τον φόβο του  Πολέμου να επεκταθεί από στιγμή σε στιγμή στα μέρη τους, με τη θρησκεία να βρίσκεται σε ανοικτό ή καλυμμένο διωγμό, με τη φτώχεια και την ανασφάλεια να συντονίζουν τη λιτή ζωή του χωριού, ο ιερέας Aleksandr έπρεπε να παλεύει συνειδητά όλη μέρα, για να διατηρήσει ζωντανό το ήθος της ορθόδοξης αγωγής και πίστης του.
Όλα τριγύρω ρευστά, αστάθμητα, αλλά η μικρή εβραία Hava επιμένει και τελικά βαπτίζεται Χριστιανή με το όνομα Εύα (Liza Arzamasova).
Ένα μικρό κορίτσι, παίρνει την τύχη του στα χέρια του και ακολουθώντας στη συνέχεια τον ιερέα και τη Ματούσκα Αλεβτίνα  στο Πσκοβ, προσδιορίζει έτσι το μέλλον του. Στην ουσία, όταν δεν διστάζουμε να ακολουθήσουμε τις καλές και αγαθές παρορμήσεις μας, όταν δεν τις αναστέλλουμε με ορθολογισμό και υπολογισμό, ο Θεός ευλογεί την προαίρεση, την απόφαση και την πράξη και παρίσταται βοηθός και οδηγός στο δρόμο μας.

Στο Πσκοβ επικρατεί μια νόθα κατάσταση. Την απόρριψη των σοβιετικών συμβόλων από την εκκλησία, την ανεύρεση στο ποτάμι της παλιάς καμπάνας, την προετοιμασία του Ναού, ακολουθούν μικρά κομμάτια ζωής αποσπασματικής, με στρατιωτική βία και πολιτικές σκοπιμότητες, με δραματικές εξομολογήσεις και εκδικήσεις, με προδοσίες και συγχώρηση, ο πόλεμος ξεπερνά τους εχθρούς, τους δοσίλογους, τους αμετανόητους και τους νεκρούς και γίνεται καθημερινός τρόπος ζωής, αφομοιώνεται κι’ ενσωματώνεται σαν το ψωμί της ανέχειας τους και αλλοιώνει τους χαρακτήρες και τις ψυχές. Ρώσοι και Γερμανοί στρατιώτες, τοπική polizai των ναζί με ρώσους αστυνομικούς, ρώσοι παρτιζάνοι και γερμανικό στρατόπεδο, αιχμάλωτοι και κατακτητές, διαμορφώνουν το πρόσωπο του χάους, της αντίθεσης και της ταραχής,  το πρόσωπο του πολέμου.
  
Εδώ είναι η καταστροφή, μαζί και η ευκαιρία. Ο καθένας τις βλέπει με τα δικά του μάτια. Ν’ ακολουθήσουμε τη ματιά της μικρής Εύας; Εκείνη ακολουθεί τα όνειρα της, μπορεί και βλέπει με την αθωότητα της, μακρύτερα από τον πόλεμο.
Να δούμε με τα μάτια της Ματούσκα Αλεβτίνα; Ο ρεαλισμός και η λογική της για την αντιμετώπιση της κάθε στιγμής, χωρίς αμφισβητήσεις και χωρίς σκεπτικισμό, αλλά με πολλή αγάπη, έφεραν στην επιφάνεια τον πραγματικό εαυτό της. Με επτά υιοθετημένα ορφανά εκτός της Εύας, μετέχει κι΄ αντιμετωπίζει τα προβλήματα με θάρρος, υπομονή, στοργή και αυταπάρνηση που θα φθάσει στην ολοκληρωτική θυσία.
Η ευλογία του Κυρίου, μας παρέχει άφθονες ευκαιρίες. Σε σκληρές περιστάσεις, ακόμα περισσότερες. Τέτοιες ώρες που υπερβαίνουν τις δυνατότητες μας, δεν προλαβαίνεις να υποδυθείς τον καλό, τον αυτάρκη, τον αποφασιστικό. Είσαι αυτός που είσαι. Δεν προλαβαίνεις να επιλέξεις, να μπεις σε δίλημμα. Λες μόνο, όχι με λόγια, με την καρδιά, με λαχτάρα: «Κύριε, βρίσκομαι σε αδιέξοδο. Δεν έχω τη δύναμη για επιλογή, δεν θέλω να κάνω λάθος. Κύριε, η βούληση μου είναι δική Σου. Δώσε τη λύση που θα φέρει και πάλι γαλήνη στην καρδιά μου, που θα με κρατήσει κοντά στην αγάπη Σου, χωρίς τύψεις, ενοχές και αμφιβολίες». Και ακολουθείς την καρδιά σου, στο δρόμο που θα σου υποδείξει ο Θεός.

Τα μάτια του ιερέα δεν είναι διαφορετικά, είναι όμως στραμμένα όλο και περισσότερο στον Γολγοθά. Όλοι επιθυμούμε την αγάπη του Ιησού, όμως ο ιερέας μετέχει καθημερινά στη θυσία της αγάπης αυτής. Της αγάπης που κάνει τον ίδιο να αισθάνεται αυξημένη ευθύνη για όλο το ποίμνιο του. Για τα παιδάκια που ορφάνεψαν, για τον νεαρό που οι Γερμανοί του σκότωσαν την αγαπημένη του Μάσα, για τη συμπάθεια που οφείλει σε κάθε πονεμένο αδελφό, για τη βοήθεια που προσπαθεί μα δεν του επιτρέπουν να προσφέρει στους αιχμαλώτους. Αλλά όταν η ατμόσφαιρα του πόνου και του θανάτου τον κατακλύζει και τον πνίγει με συναισθήματα άρνησης, θα έχει τη δύναμη να ψάλλει εξόδιο ακολουθία για τους προδότες;    
Τα νοήματα των γεγονότων όμως θα ζυμωθούν σιγά-σιγά με τον χρόνο, θα αφομοιωθούν σε κάποιο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας Γκούλαγκ.  

Η δοκιμασία του ιερέα δεν τέλειωσε. Η δοκιμασία κανενός ανθρώπου δεν τελειώνει ποτέ όσο ζει, όμως ο ιερέας δεν ξεχνά, συνεχίζει να έχει στραμμένο το βλέμμα του στον Ιησού, ακόμα και μέσα στον εξαναγκασμό των Γκούλαγκ και ακόμα περισσότερο όταν η θύελλα έχει κοπάσει.
Τα χρόνια πέρασαν. Η Ματούσκα Αλεβτίνα λείπει πάντα από τη ζωή του. Καμιά αγαπημένη εικόνα από παλιά δεν θα αναβιώσει, να τον συγκινήσει ξανά. Η μοναξιά είναι το τίμημα της επιβίωσης, για αυτούς όμως που περιορίζουν το πνεύμα τους στα στενά όρια του κόσμου τούτου. Για τον ιερέα δεν υπάρχει μοναξιά. Μέσα στην προσευχή, νοιώθει τη ζωντανή παρουσία του Θεού στην καρδιά του, νοιώθει την αγάπη Του και μαζί της, την παρουσία όλων των αγαπημένων του. Και δεν είναι η φαντασία που δημιουργεί μια ψευδαίσθηση, δεν είναι η αυθυποβολή που του δίνει την αίσθηση της κοινωνίας, της συντροφικότητας, είναι η αγάπη που κρατά ανοιχτούς τους δρόμους της καρδιάς. Κι’ εκεί βαθιά στην ψυχή, το εκλεπτυσμένο από τις δοκιμασίες πνεύμα, δέχεται τις απαντήσεις της νοερής επικοινωνίας.

Όποιος έχει την αίσθηση του Θεού, δεν νοιώθει ποτέ απελπισία και μοναξιά. Η εγρήγορση δεν είναι μόνο για τους ιερείς, ούτε μόνο για να μας προστατεύει από τις ύπουλες δαιμονικές ενέδρες, μας δίνει ακόμα την ικανότητα να διακρίνουμε τις ευκαιρίες που μας παρέχει ο Θεός για να βρισκόμαστε κοντά Του και τη δυνατότητα επίσης, να κατανοούμε άμεσα τα μυστικά μηνύματα Του στην καρδιά μας.  

Μ. Ψ.