Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

TSAR (2009)

O  " Τσάρος" (Ρωσία, 116΄), η νέα ταινία του σκηνοθέτη Pavel Lungin (Το νησί) μας μεταφέρει στη Ρωσία των χρόνων της βασιλείας του Ιβάν του Τρομερού (1547-1584). Με την εξαιρετική σκηνοθεσία του Λουγκίν, τις καταπληκτικές ερμηνείες των Πιότρ Μαμόνωφ (Ιβάν) και Όλενκ Γιανκόφσκι (Άγιος Φίλιππος) και την άρτια αναπαράσταση του ιστορικοκοινωνικού πλαισίου, ο θεατής βυθίζεται στην ιστορία και συγκλονίζεται από το γεγονός της θυσίας του Αγίου σε τόσο ζοφερούς καιρούς.


 
Η αφήγηση έχει την απαρχή της στα 1565, χρονιά κατά την οποία ο Ιβάν με πρόσχημα την υποτιθέμενη και αναπόδεικτη απόπειρα προδοσίας των βογιάρων του Νόβγκοροντ μετακομίζει με το δημόσιο ταμείο, επίλεκτους στρατιωτικούς και ιερωμένους στα βόρεια της Μόσχας, και σκορπίζει τον τρόμο με την ομάδα Οπριτσνίνα που χρησιμοποεί σαν ειδική αστυνομία. Για επτά χρόνια οι Οπρίτσνικοι, θα βυθίσουν τη χώρα στο χάος και το αίμα. Κάθε ύποπτος για εναντίωση στον Ιβάν βασανίζεται και εκτελείται με συνοπτικές διαδικασίες. Ολόκληρες πόλεις ισοπεδώνονται, με άμεσες συνέπειες στην αγροτική παραγωγή και το εμπόριο, με αποκορύφωμα τη Σφαγή του Νόβγκοροντ (1570 – 3.000 νεκροί, μεταξύ των οποίων 1.500 ευγενείς). Η αυτοκρατορία οδεύει με μαθηματική ακρίβεια σε πλήρη κατάρρευση.

 Για την ιστορία, ο Ιβάν είναι ο πρώτος ηγεμόνας που φέρει τον τίτλο του «Τσάρου και κυβερνήτη πασών των Ρωσιών» σε αντίθεση με τους προκατόχους του που τιτλοφορούνταν ως «Μεγάλοι Δούκες της Μοσχοβίας». Η φιλόδοξη φύση του κατάφερε να προσαρτήσει πολλά νέα εδάφη στην αυτοκρατορία. Η σχιζοφρενική του όμως προσωπικότητα οδήγησε πολλούς ανθρώπους στον θάνατο, ακόμα και τον ίδιο τον γιο του Τσάρεβιτς Ιβάν. Όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης «πίστευε ότι η δύναμή του ήταν δοσμένη από τον Θεό και ότι δεν χρειαζόταν να υπογράψει κάποιο συμβόλαιο με τους υπηκόους του. Αυτό που ήθελε ήταν η λατρεία. Αν η σοδειά ήταν φτωχή ή αν χανόταν κάποιος πόλεμος, πάντα θεωρούσε υπεύθυνο τον λαό επειδή δεν αγαπούσε αρκετά τον ηγεμόνα του. Και αυτή η έλλειψη αγάπης έφερνε την τιμωρία. Για τον τσάρο όλοι ήταν ένοχοι, όλοι ήταν προδότες και λίγο τον ένοιαζε να τιμωρηθούν οι αληθινοί ένοχοι. Ζούσε σαν ζηλωτής Χριστιανός, μα η συμπεριφορά του ήταν προϊόν μιας σχιζοφρενικής προσωπικότητας με θρησκευτικό παραλήρημα. Είχε φτιάξει μια παράξενη εκκλησία στο παλάτι του και λειτουργούσε από τις 12 το βράδυ έως στις 5 το πρωί, έχοντας γύρω του τους φρουρούς του που ήταν ντυμένοι με μοναχικά ενδύματα.

  Μέσα σ’ αυτές τις άθλιες συνθήκες ξεχωρίζει η μορφή ενός μεγάλου άνδρα, που τολμά να εναντιωθεί στο παράλογο, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του, αλλά υπηρετώντας έως τέλους τον σκοπό στον οποίο τάχθηκε. Ο κατά κόσμον Θεόδωρος, είχε ενδυθεί από πολύ νωρίς το μοναχικό σχήμα με το όνομα Φίλιππος, παρά την επιθυμία των ευγενών γονιών του να λάβει κάποιο κυβερνητικό αξίωμα. Το 1546 έγινε ηγούμενος της μονής Solovki στο Νόβγκοροντ, η οποία τα επόμενα χρόνια γνώρισε πνευματική άνθιση. Τον Ιούλιο του 1566, παρά την επίμονη για καιρό αντίθεσή του, ενθρονίστηκε Μητροπολίτης Μόσχας. Το ελεύθερο πνεύμα και ο διαρκής πόθος του για την αλήθεια και τον Θεό δεν άφησαν τον Φίλιππο να συνταχθεί με τον άρχοντα του κόσμου τούτου και τα παρανοϊκά έργα του που μάστιζαν ολόκληρο τον λαό της Ρωσίας. 



Η ψυχή του φλεγόταν απ’ την αγάπη και η πίστη του έδινε το σθένος να αντιστέκεται στον τσάρο κρίνοντας την βαναυσότητα και την άτεγκτη πολιτική του. Δύο χρόνια μετά την ενθρόνισή του η ρήξη με τον Ιβάν έγινε οριστική, καθώς αρνήθηκε μέσα στο ναό της Κοιμήσεως να τον ευλογήσει. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους στον φθαρτό τούτο κόσμο για τον άνθρωπο του Θεού. Φυλακίστηκε και τον Δεκέμβριο του 1569 θανατώθηκε από φρουρό του τσάρου. Δούλος της ουράνιας πολιτείας ο Φίλιππος έγινε για τους ρώσους φωτεινός οδοδείκτης του δρόμου του Θεού και για τους απανταχού ορθοδόξους άγιος ίνα μιμηταί του γίνονται…

 
Η ταινία αποτελεί μάθημα ιστορίας, αφορμή στοχασμού μα και αχτίδα ελπίδας για τους δύσκολους καιρούς που διανύουμε, απάντηση στη χλιαρότητα, το μηδενισμό και την αδιαφορία που μας ταλανίζουν.                                           
Α. Χ.
   

Ιδού και ένα πορτραίτο του Τσάρου. 
Προσέξτε το ύφος και το βλέμμα του!


Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Goya’s ghosts

 Με ελληνική μετάφραση ως «Τα φαντάσματα του Γκόγια» και διάρκεια 113’, βγήκε στις αίθουσες το 2006 η ταινία του  βραβευμένου  με Όσκαρ (Φωλιά του Κούκου, Αμαντέους) Milos Formann. Πραγματεύεται την ιστορία του μεγάλου Ισπανού  ζωγράφου, Φρανσίσκο Γκόγια, ο οποίος βλέπει τη μούσα του να συλλαμβάνεται ως αιρετική από την Ιερά Εξέταση. Ποια φάντασματα στοίχειωσαν την τέχνη και την ζωή του; 


Πρόκειται κατά βάσιν για μυθοπλασία, με το σενάριο να υπογράφεται από τον Jean-Claude Carrière και τον σκηνοθέτη. Ωστόσο, σέβεται και αναδεικνύει το ιστορικό πλαίσιο, ενώ έχει στέρεα ερείσματα στη βιογραφία και εργογραφία του καλλιτέχνη. Είναι πολύ καλές οι ερμηνείες των Javier Bardem (ως μοναχού Lorenzo, του ανθρώπου χαμαιλέοντα που σε κάθε εποχή βρίσκει τρόπο να αναρριχηθεί στην εξουσία) της Natalie Portman (ως Inés / Alicia) και του Stellan Skarsgård  (ως Francisco Goya). Η σκηνοθεσία είναι σφιχτοδεμένη, τα σκηνικά και η μουσική αρμονικά συνταιριασμένα (ωραίο soundtrack!), μα η ταινία μάς κέντρισε και μας κέρδισε και για το έντονο ιστορικό της ενδιαφέρον.


Eκτυλίσσεται στην Ισπανία μεταξύ 1792-1809. Βλέποντάς την δεν καταλαβαίνει κανείς γιατί ένας ζωγράφος απεικονίζει στους πίνακές του τέτοια ωμότητα ,όπως ο Γκόγια στα χαρακτικά του. Η εποχή συνήθως είναι που αποτυπώνεται στον καμβά και η τελευταία περίοδος της Ιεράς Εξέτασης στην Ισπανία ήταν όντως φρικαλέα. Καθώς μπροστά στα μάτια μας ζωντανεύει το «Eρώτημα», το βασανιστήριο στο οποίο υπέβαλαν όσους είχαν υποψίες ότι ήταν μάγοι, αιρετικοί, οπαδοί του Βολταίρου, Εβραίοι ή απλώς θεράποντες της Φυσικής, καταλαβαίνουμε λίγο γιατί η εικόνα της Εκκλησίας στη Δύση έγινε τόσο αποκρουστική. Ασκώντας έτσι την εξουσία της στο … κυνήγι των μαγισσών, εξηγεί γιατί οι Δυτικοί εισέπρατταν και την πίστη ως βραχνά και ήταν πρόθυμοι να βγάλουν τον Θεό απ’ τη ζωή τους. 

 Στο παρελθόν, η εξουσία του Βατικανού, οι Σταυροφορίες, τα Συγχωροχάρτια κι η Ιερά Εξέταση στιγμάτισαν την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ενώ τα απόνερά τους ήρθαν ως εδώ. Θυμηθείτε τον Μακρυγιάννη που ένιωθε την ανάγκη να διευκρινίσει στα απομνημονεύματά του, ότι οι δικοί μας μοναχοί δεν ήταν Καπουτσίνοι μοναχοί και πως άδικα τους κατηγορούσαν.  Πολλοί, δυστυχώς, ανιστόρητοι και οπαδοί του Διαφωτισμού στο πνεύμα της μετακένωσης λησμόνησαν πως το μένος κατά της Εκκλησίας που είχαν οι Δυτικοί, δεν είχε σχέση με την ελληνική πραγματικότητα και το μεταλαμπάδευσαν στην πατρίδα μας εκ των υστέρων. Όπως ήρθε κι ο σχολαστικισμός κι ο ηθικισμός έξωθεν και μας χλώμιασε λίγο την χαρά και την αγάπη για τον Χριστό.


Κάτι επίσης σημαντικό που αφήνεται ξεκάθαρα να αποτυπωθεί στην ταινία, είναι ο ρόλος του Ναπολέοντα και των Γάλλων από τη στιγμή που αποφασίζουν να ελέγξουν τα πράγματα στην Ισπανία. Οι τόσο ευγενείς αρχές τους αποδεικνύονται στην πράξη συνώνυμες της χειρότερης εισβολής και οι επαίσχυντες πρακτικές τους εξαθλιώνουν τους Ισπανούς. Να κάτι που επίσης ως Έλληνες συχνά παραγνωρίζουμε. Μπορεί ο Κολοκοτρώνης ή ο Δροσίνης όταν εξυμνούσαν το Ναπολέοντα να μην είχαν ιδίαν πείρα, αλλά εμείς υπό το πρίσμα της ιστορίας ξέρουμε πως η ιδιοφυΐα του δεν ωφέλησε τους «υποτελείς» του.

 
Τέλος, θα ήθελα να κάνω μια τολμηρή αναλογία. Βλέποντας τον κόσμο να συγκεντρώνεται είτε για να δει όσους καίγονταν στην πυρά από την Ιερά Εξέταση είτε εκτελούνταν αργότερα στις πλατείες, αναρωτιέμαι πώς γίνεται να είναι οι άνθρωποι τόσο απαθείς μπροστά στον θάνατο  αθώων και μάλιστα να τον αντιμετωπίζουν ως θέαμα. Ως αντίστοιχο παράλληλο σκέφτηκα κάποιες εκπομπές της τηλεόρασης που εξευτελίζουν την ανθρώπινη προσωπικότητα και όμως έχουν υψηλότατη τηλεθέαση. Η συλλογική αμαρτία υπάρχει σε όλες τις εποχές…

E. K.

Goya, αυτοπροσωπογραφία



Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

OCCUPATION (2009)


Με ελληνικό τίτλο " Δύναμη Κατοχής" κυκλοφόρησε πρόσφατα σε 2 DVD η πολύ καλή μίνι σειρά (3 επεισόδια, συνολική διάρκεια 180΄) του BBC " Occupation", σε σκηνοθεσία Νick Murphy, με πρωταγωνιστή τον εξαιρετικό James Nesbitt (πρόσφατα τον είδαμε μαζί με τον Liam Neeson στο Five minutes of Heaven). Η σειρά, που γυρίστηκε στην Βόρειο Ιρλανδία και βραβεύτηκε στην Αγγλία για το σενάριό της, παρουσιάζει την ιστορία τριών χαμηλόβαθμων Ιρλανδών στρατιωτικών που πολεμούν στο Ιράκ  και οι οποίοι μετά την αποστράτευσή τους, κατατάσσονται πάλι και επιστρέφουν στον πόλεμο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Η σειρά είναι σαφέστατα αντιπολεμική και παρά την έντονη πλοκή, δεν εστιάζει στις μάχες, αλλά στα προσωπικά αδιέξοδα, στις αυταπάτες, αλλά και στην αλλοτρίωση που φέρνει ο πόλεμος στην ζωή των απλοϊκών ανθρώπων που γίνονται στρατιωτικοί, επειδή δεν έχουν άλλα προσόντα για να ζήσουν, ενώ ταυτόχρονα καταδεικνύει την αδιαφορία της κοινωνίας για τους ανθρώπους που (αδικα) στέλνει στον πόλεμο. Οι καλές ερμηνείες, η δραματική εξέλιξη και η ένταση θα κρατήσουν το ενδιαφέρον σας αμείωτο. 


Τα τελευταία χρόνια ο πόλεμος στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, ενέπνευσε πολλούς δημιουργούς να γυρισουν αντιπολεμικές ταινίες - συνήθως ανεξάρτητες παραγωγές - με θέμα την ζωή των στρατιωτών. Μπορεί συνήθως να εξαντλούμε τις κουβέντες μας  στην αδικία που διαπράττει η Αμερική και η Μ. Βρετανία και να εστιάζουμε στην φρίκη που περνούν οι κάτοικοι των χωρών αυτών, αλλά είναι αλήθεια  πως χιλιάδες δυτικοί στρατιώτες, που στην πλειοψηφία τους  προέρχονται από φτωχές οικογένειες και καταφεύγουν στον στρατό για να επιβιώσουν, ζουν κι αυτοί το δικό τους δράμα. Πέρα από την οδύνη των συγγενών των  νεκρών, υπάρχουν χιλιάδες τραυματίες και ανάπηροι, καθώς και βετεράνοι με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα από όσα είδαν και έκαναν στον πόλεμο.
Όλα αυτά ευαισθητοποιούν συγγραφείς και σεναριογράφους και έτσι έχουμε αξιόλογες ταινίες (θα γράψουμε για κάποιες από αυτές), πολλές από τις οποίες βασίζονται σε πραγματικές ιστορίες. Κι είναι καλές αυτες οι ταινίες γιατί ο πόνος είναι το σημαντικότερο κίνητρο στην τέχνη-όπως και στην ζωή...

Χ. Μ.

ΤΟ ΝΗΣΙ


Tο "Νησί" (Ostrov - Ρωσία – 2006), για κάποιον που καλοπροαίρετα πρωτοβλέπει την ταινία, αποτελεί μια ανέλπιστη έκπληξη. Ανακαλύπτει μια καταπληκτική δημιουργία, ένα υπέροχο ποίημα ή καλύτερα έναν σύγχρονο ψαλμό, που με αδρές γραμμές διαγράφεται και προβάλλει ανάγλυφα μέσα από την ομίχλη της Λευκής Θάλασσας, στη βόρεια Ρωσία. Εκεί, στη θάλασσα του Αρχαγγέλου, σε ένα παγωμένο και αφιλόξενο νησάκι, διαδραματίζεται η ιστορία του Ανατόλιου. Μακριά από τον κόσμο, μα σκληρά προσδιορισμένη και ζυμωμένη μέχρι το τέλος με τον κόσμο και τη ζωή.
Η ταινία χαρακτηρίστηκε σαν θρησκευτική. Όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι Ορθόδοξη, δηλαδή βαθιά ανθρώπινη, μια προσωπική συνομιλία με τον Θεό.

Στο πρόσωπο του Ανατόλιου, η σύγχρονη Ρωσία, μετά από μια πολύχρονη επιβαλλόμενη αθεΐα, αρχίζει να ξαναβρίσκει το πρόσωπο της. Η γενναιότητα, ο αυθορμητισμός, το βαθύ συναίσθημα του ρωσικού λαού που γονιδιακά συμμετέχουν και εκφράζονται στη δημιουργία του Octroβ και από τους τρεις κύριους συντελεστές, τον σεναριογράφο Dmitry Sobolev, τον σκηνοθέτη Pavel Lungin και τον πρωταγωνιστή Pyotr Mamonov, καταγράφουν τη πνευματική συνέχεια της Ρωσίας των αγίων, των στάρετς και των ορθόδοξων πατέρων της διασποράς, της Ρωσίας του Ντοστογιέφσκι, αλλά και του Αϊζενστάϊν. Έτσι η Ρωσία ήταν η πιο κατάλληλη χώρα να επιχειρηθεί ένα τέτοιο δημιούργημα γι’ αυτό και πέτυχε απόλυτα.

Από την εισαγωγή της η ταινία τοποθετεί τον θεατή αντιμέτωπο με τον εαυτό του. Οι Γερμανοί στρατιώτες εξαναγκάζουν τον φοβισμένο ναύτη να σκοτώσει τον καπετάνιο του και η διάχυτη ένταση σηματοδοτεί την ψυχολογική βία που αριστοτεχνικά μεταφέρεται στον θεατή και τον ωθεί σε διαδικασίες ταύτισης και παραλληλισμού. Και δεν αμβλύνεται η ένταση με τον πυροβολισμό, αφού το έγκλημα επιτελέστηκε πια. Αντίθετα επιτείνεται. Η κορύφωση επέρχεται βαθμιαία με την αιφνίδια, αργή αποχώρηση των στρατιωτών, καθώς ο χρόνος παγώνει στα επόμενα δευτερόλεπτα και βιώνεται η απόλυτη μοναξιά της αμαρτίας. Οι στρατιώτες αποσύρονται δραματικά αθόρυβα σαν τους λογισμούς που αποστρέφουν μόλις πετύχουν τον στόχο τους. Η στιγμιαία συνειδητοποίηση της αφόρητης μοναξιάς που επιφέρει το αμαρτωλό γεγονός που με τίποτα πια δεν αλλάζει, δεν αντέχεται. Τη θέση των προτρεπτικών λογισμών παίρνουν οι τύψεις που νοθεύουν την ανακούφιση για την απομάκρυνση του κινδύνου και άμεσα ακολουθούν η άρνηση, η προβολή και η εκλογίκευση σαν ψυχολογικοί μηχανισμοί κατευνασμού, «Δεν το έκανα εγώ. Εσείς το κάνατε!». Ο Ανατόλιος όμως είναι ένας απλός άνθρωπος, ακαλλιέργητος και αγνός. Αποδέχεται τελικά την πράξη του συντετριμμένος. «Κι’ όμως, εγώ το έκανα!».

Η αμαρτία η δική του, η δική μου, όλων μας! Οι ίδιες οδυνηρές εμπειρίες που διαφέρουν ίσως μόνο στις συνθήκες, στην εστίαση και στη σκηνοθεσία.
Τριάντα χρόνια μετά ο Ανατόλιος, με την ειλικρινή του και συνεχή μετάνοια για την αμαρτία του που είναι πάντοτε ενώπιον του, με την αδιάλειπτη προσευχή που συνοδεύει την ανάσα του και με την υπέροχη ταπείνωση του, έχει αξιωθεί να βιώνει τη γαλήνη της αγιοσύνης του, να διαθέτει παρρησία στις προσευχές του και το χάρισμα της προορατικότητας.
Την περίοδο της μετάνοιας του, που άλλωστε ποτέ δεν σταμάτησε, μπορούμε να την προσεγγίσουμε μόνο συμπερασματικά. Η κάμερα δεν μπορεί να καταγράψει την αλλοίωση του προσώπου, την ενσωμάτωση με τον Χριστό, την κάθοδο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Πολύ εύστοχα η περίοδος αυτή μένει ευλαβικά μυστηριακή, διακριτικά «προσωπική», από τα κοσμικά μέτρα και μέσα. Γιατί εκτός του κόσμου τούτου, το πρόσωπο δεν έχει στεγανές, κρυφές περιοχές. Η ατομικότητα δεν έχει θέση στην κοινωνία προσώπων. Η ταπείνωση είναι η ιδιότητα που δίνει αυτή τη δυνατότητα, να μπορεί κανείς να συμμετέχει, να κοινωνεί, να ενεργεί, να λειτουργεί ανοιχτός προς όλους και με όλους. Ο Ανατόλιος διέθετε από φυσικού του σαν γνήσιος Ρώσος και αυθορμητισμό και πλούσιο συναίσθημα. Παρά την αρχική δειλία του όμως, το ευάλωτο σημείο που εκμεταλλεύτηκαν οι Γερμανοί για να τον εξωθήσουν στο έγκλημα, (όπως τα πονηρά πνεύματα εκμεταλλεύονται τα ευαίσθητα σημεία όλων μας για να μας παρασύρουν στην αμαρτία) διέθετε και τη γενναιότητα όχι μόνο να υπερβεί τους φόβους για το άτομο του, αλλά και να ισοπεδώσει το φρόνημα του θέτοντας τον ταπεινωμένο εαυτό του στη διάθεση του Θεού, στην υπηρεσία του θελήματος του.

Η ταπείνωση τον οδηγεί να υιοθετήσει συμπεριφορά «σαλού», να μη θεωρεί τον εαυτό του άξιο να συγκατοικεί με τους άλλους μοναχούς, να επιδιώκει την μειωτική κριτική της απομόνωσης του, να εργάζεται συνεχώς σκληρά, να αποφεύγει τις επιδοκιμασίες και τις εύλογες ευχαριστίες.
Ζούμε την ταπείνωση του στα παιχνίδια του στους μοναχούς και σ’ εκείνους που προστρέχουν κοντά του αναζητώντας βοήθεια. Ακόμα και στην αποβολή του δαιμονίου από την κόρη του πρώην συντρόφου του, ούτε μια φορά δεν κάνει το σημείο του Σταυρού προς την κοπέλα, ενεργώντας ο ίδιος για να απομακρύνει το δαιμόνιο, φυσικά εξ ονόματος του Θεού. Αρκείται στο να κάνει ξανά και ξανά τον σταυρό του και να προσεύχεται θερμά, επίμονα, ικετεύοντας για την έξοδο του δαιμονίου.

Ο Ανατόλιος δεν είναι ένας ηθοποιός που παίζει εξαίσια τον ρόλο του. Είναι ο Ανατόλιος που προσεύχεται με ειλικρίνεια, ταπεινώνεται αυθεντικά, συμπεριφέρεται με απλότητα, συστολή και όλα αυτά με την αρμόζουσα αξιοπρέπεια του προσώπου που αξιώθηκε να γνωρίσει τον Θεό και επομένως τον εαυτό του.
Ο Χριστός ζει μέσα στην καρδιά του και τον καθοδηγεί. Συμβουλεύει τη δύστυχη κοπέλα που έμεινε έγκυος και αγωνιά για το μέλλον της. Μετατρέπει το πρόβλημα της σε παρηγοριά με την προορατικότητα του, τη θλίψη της σε ευτυχία. Την μαλώνει, αλλά δεν στέκεται στην ανόητη παράκληση της να έχει ευλογία για να αμαρτήσει ή στην απόπειρα της να εξαγοράσει την μεσολάβηση του. Γνωρίζει καλά τη δυστυχία του κόσμου και τα προβλήματα του και τα αντιμετωπίζει με πολλή επιείκεια και με πολλή στοργή.

Στόμα με στόμα εκείνοι που ευεργετήθηκαν πληροφορούν τους άλλους για τον γέροντα Ανατόλιο, όπως χέρι με χέρι κυκλοφορεί στην Ελλάδα το DVD της ταινίας. Όσοι έρχονται να τον συναντήσουν αναζητούν τη λύση στο πρόβλημα τους, την διαφυγή στο αδιέξοδο τους, τη συμβουλή, τη βοήθεια. Βλέπουμε να ζωντανεύουν σε σύγχρονες παραλλαγές, παραβολές του Χριστού μας και ιστορίες του Ευαγγελίου, που άλλωστε πάντοτε είναι ζωντανές και πάντοτε επαναλαμβανόμενες.
Η μητέρα που έφερε το ανάπηρο παιδί της να της το γιατρέψει ο Ανατόλιος, αρνείται «την πρόσκληση στο Δείπνο», για να μεταλάβουν την επομένη, γιατί θα χάσει τη δουλειά της. Μα δεν την αφήνει να απομακρυνθεί. Είναι η ανάγκη που την πιέζει και οι δυσκολίες της επιβίωσης. Έτσι επεμβαίνει δυναμικά και της παίρνει το παιδί, αναγκάζοντας την να τον ακολουθήσει. Και η θεία πρόνοια οικονομεί τα πράγματα, ώστε να μη χάσει η πονεμένη μητέρα τη δουλειά της.

Η χήρα πάλι που έρχεται να ζητήσει μνημόσυνο για τον άντρα της, περίλυπη ακούει πως θα πρέπει να πουλήσει το γουρούνι της και να τρέξει στη Γαλλία όπου εκείνος ζει ακόμα, να τον προλάβει ζωντανό. Θυμίζει η ιστορία αυτή τον πλούσιο νέο που περίλυπος άκουσε από τον Χριστό, πως θα έπρεπε για να σωθεί να πουλήσει τα υπάρχοντα του και να τον ακολουθήσει. Όταν κάποιος αισθάνεται βολεμένος, πολύ δύσκολα πείθεται να αλλάξει ζωή. Όμως όποιος είναι βολεμένος στον κόσμο μας και δεν νοιώθει ενοχλημένος απ’ αυτό, πως μπορεί να απελευθερωθεί;
Όλοι έχουν την ευκαιρία να διδαχθούν και να κατανοήσουν την αδυναμία τους. Ακόμα και ο ηγούμενος που δέχεται κι’ ερμηνεύει σωστά το παράδοξο φέρσιμο του Ανατόλιου.

Τα περιστατικά διαδέχονται το ένα το άλλο με τόση φυσικότητα και διαύγεια, που μας εντάσσουν αβίαστα στην ατμόσφαιρα που εκτυλίσσονται. Η κάθε σκηνή παίρνει τη θέση της στη διαμόρφωση της τελετουργίας της ζωής ενός αγίου, με εκπληκτική απλότητα. Η εικόνα εισδύει λυτρωτικά και αποκαθαίρει τις ψυχές μας.
Τα δαιμόνια της κοπέλας απομακρύνθηκαν. Ο πατέρας συγκλονισμένος από την σωτηρία της κόρης του, παρακολουθεί την εξομολόγηση του Ανατόλιου που ήδη τον έχει αναγνωρίσει, αλλά ζητά την επιβεβαίωση και την συγχώρεση.
Ο αγέρωχος, γεμάτος υπερηφάνεια και εγωισμό άνδρας, που άλλοτε έφτυσε αηδιασμένος τον πανικόβλητο ναύτη για τη δειλία του, τώρα βουρκωμένος, ταπεινός και ο ίδιος, αναγνωρίζει τον θύτη του, συγχωρεί, ευχαριστεί. . .
Στα βλέμματα τους, στις καρδιές τους, φτερουγίζουν αγγελάκια. . .
Στέκουν απέναντι οι δυο άνδρες, σε μια σκηνή γεμάτη δύναμη και υψηλά νοήματα. Γιατί και ο καπετάνιος δεν ήταν τυχαίος. Την κρίσιμη στιγμή της σύλληψης τους από τους Γερμανούς, στάθηκε υπέροχα γενναίος. Ψύχραιμος ανάβει τσιγάρο, κάθεται ήρεμος, ζυγίζει με μια ματιά τους εχθρούς και τον σύντροφο του και περιμένει τον θάνατο, αδιαφορώντας πιο χέρι θα πατήσει την σκανδάλη. Ο νους μου πάει κατ’ ευθείαν σε μια άλλη αντίστοιχη σκηνή. Ο Σολωμός Σολωμού με το τσιγάρο στα χείλη να σκαρφαλώνει στον ιστό, να κατεβάσει την Τουρκική σημαία. Η τελευταία του κίνηση!

Σε τέτοιες στιγμές ανδρείας δεν υπάρχει εγωισμός, αλαζονεία, πάθος, μικροψυχία, γιατί δεν υπάρχει πια μέλλον, ζωή στον κόσμο. Είναι στιγμές θεϊκές, υπέρβασης.
Ο Ανατόλιος, ο φονιάς που δεν σκότωσε, ο εργάτης που δεν κουράστηκε, ο τρελός που δίδασκε, ο ανεκπαίδευτος που θεράπευε, πέρασε μια ζωή συνομιλώντας με τον Θεό. Άνοιξε τον εαυτό του στον Θεό και προσευχόταν πρόσωπο προς πρόσωπο, με όλη τη συναίσθηση της αδυναμίας και της αναξιότητας του, αλλά και με όλη τη θέρμη και την αμεσότητα που πηγάζουν από την απόλυτη εμπιστοσύνη και την εκπεφρασμένη αγάπη. Αυτή η αμεσότητα της προσευχής στο εικόνισμα, το ευλαβικά τοποθετημένο στο ύψος του προσώπου στο άδειο κελί, δίνει ένα μέτρο οικειότητας και πίστης, σηματοδοτεί ένα δίαυλο ανενδοίαστης επικοινωνίας, εξασφαλίζει μια απρόσκοπτη προσέγγιση με τη θεότητα.
Ο Ανατόλιος βρήκε τον δρόμο του προς τον Θεό ή ορθότερα, ακολούθησε τον δρόμο που χάραξε ο Θεός γι’ αυτόν, για να τον συναντήσει. Για τον καθένα μας υπάρχει χαραγμένος ο δικός του δρόμος, στρωμένος με κοσμικές δυσκολίες, θλίψη και πόνο, αλλά και με ουράνια γαλήνη και θεϊκή αγάπη.


Ο μοναχός Ιώβ ξεπέρασε την αντίθεση του με τον Ανατόλιο και βρήκε τελικά τον δρόμο του. Ο Ανατόλιος του το είχε πει: «Θα κλάψεις για μένα». Τώρα που ξάπλωσε στο φέρετρο που εκείνος του επιμελήθηκε, τώρα που έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε, ο Ιώβ αναγνώρισε τον δρόμο. Έστω και τώρα, άνοιξε την καρδιά του στην αγάπη. Σήκωσε τον Σταυρό του και ακολούθησε τον δρόμο του οφειλόμενου σεβασμού, της αποδοχής και της αγάπης. Ο Ανατόλιος έγινε ένα μέρος του εαυτού του. Όπως έγινε ένα μέρος του εαυτού όλων μας. Η αγάπη είναι ένωση, είναι ταύτιση.

Ο σκηνοθέτης Pavel Lugmin, ευτύχησε να διαθέτει ένα καλοδουλεμένο σενάριο και ένα ταλαντούχο πρωταγωνιστή. Μετέτρεψε το σενάριο σε ζωή και τον ηθοποιό σε άγιο. Με διεισδυτική ματιά εξισορρόπησε θαυμαστά την πνευματικότητα με την αισθητική, αποδίδοντας ύψιστου βαθμού απόλαυση τόσο πνευματική όσο και αισθητική. Ανακάτεψε κάρβουνο, λάσπη, παγωνιά, υγρασία, φτώχεια, λιτότητα και δυστυχία κι’ έφτιαξε ένα αριστούργημα. Μετέτρεψε τα πιο περιφρονημένα υλικά του κόσμου μας, σε ένα πνευματικό θησαυρό.
  
Μ. Ψ.

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Dead Man Walking

Dead Man Walking [1995], μια ταινία  φτιαγμένη από μια παρέα εναλλακτικών του Αμερικάνικου σινεμά. Η Σούζαν Σάραντον πρωταγωνιστεί και παίρνει το Oscar γυναικείου ρόλου, ο Σων Πεν συμπρωταγωνιστεί και παίρνει Αργυρή Άρκτο στο Βερολίνο, ο Τιμ Ρόμπινς σκηνοθετεί και επίσης βραβεύεται στο Βερολίνο και όλοι μαζί κερδίζουν άλλα 19 βραβεία σε διάφορα φεστιβάλ..

* * *
Το Dead Man Walking είναι μια ια ταινία σκληρή, ιδιαίτερη, εξαιρετική, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που περιγράφει στο ομότιτλο αυτοβιογραφικό βιβλίο της η μοναχή Helen Prejean. Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη, είχε πει κάποτε ο Kafka, είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας. Μια τέτοια αίσθηση διαχέει η ταινία στους θεατές, μέσα από τις ποικίλες αντιθέσεις της που εναλλάσσονται και τους καθηλώνουν.

Η πραγματική μοναχή Helen Prejean.

Η ίδια η γοητεία του Αμερικανικού Νότου οφείλεται στις αντιθέσεις του. Η ζωή όμως δεν είναι μόνο μια σκηνή ξένοιαστων παιδιών που παίζουν σχοινάκι σε μια νέγρικη φτωχογειτονιά του Σαιντ Τόμας ή μια ανάμνηση jazz από τη μπάντα κηδείας, που σαν μικρή ρυθμική εορτάσιμη τελετή των μαύρων για τον νεκρό και ελεύθερο πια αδελφό τους, χαρακτηρίζει τη γραφική μεγαλούπολη της Λουϊζιάνα. Πάντοτε και σε όλα τα επίπεδα υπάρχει και η αντίθετη πλευρά.
Νέα Ορλεάνη, 1982. Ο Μάθιου, ένας νεαρός λευκός, έχει καταδικαστεί σε θάνατο για τη στυγνή δολοφονία δυο εφήβων και για τον αποτρόπαιο βιασμό της κοπέλας και με ένα γράμμα του που ζητά λίγη ανθρώπινη επαφή και συμπαράσταση στις δύσκολες ώρες που περνά, μπαίνει στη ζωή της αδελφής Έλεν.
Εκείνη, μεγαλωμένη σε ένα ήρεμο και άνετο περιβάλλον, σε μια ατμόσφαιρα αλληλοσεβασμού και κατανόησης, διατηρεί τον νεανικό της ενθουσιασμό που την οδήγησε στον Θεό και στη μοναχική ζωή. Ζει εκούσια τη φτώχεια των «έγχρωμων», προσφέροντας εργασία και αγάπη. Αποφεύγει να ξεχωρίζει από τους γύρω της, γίνεται ένα με τους ανθρώπους που υπηρετεί και η γαλήνη που αντλεί από την προσφορά της στους άλλους, φωτίζει το πρόσωπο της και το τίμιο βλέμμα της.


Εκείνος, κλειστός και στυλιζαρισμένος, από τους άτυχους της ζωής, κρατιέται απεγνωσμένα από την επίπλαστη εικόνα που δημιούργησε για τον εαυτό του. Σκληρός, αδίστακτος, ατομιστής, αλαζόνας, έτοιμος να αντιμετωπίσει το καλύτερο ή το χειρότερο με ψυχραιμία αρπακτικού. Η ανάγκη του να ανήκει κάπου, σε μια κοινωνική ομάδα που τον αποδέχεται, τον οδηγεί στο να συντονίσει τη συμπεριφορά του με το πρότυπο του, έναν γνωστό κακοποιό. Παρέα αλληλωθούνται στο περιθώριο, στην ασυδοσία, σε πράξεις βίας και φτάνουν στο έγκλημα.
Εκείνος θα χειριστεί την αδελφή Έλεν, σύμφωνα με τις εμπειρίες του και τις σημερινές του ανάγκες. Εκείνη θα ανταποκριθεί στο κάλεσμα του νεαρού Μάθιου ελπίζοντας με τη βοήθεια του Θεού, να προσπελάσει το νοσηρό και αμαρτωλό κέλυφος, να αγγίξει την ψυχή του. Όταν ο Θεός σου δίνει μια ευκαιρία να μετέχεις στα σχέδια Του, δεν μπορείς να αδιαφορήσεις.
Οι επισκέψεις της στη φυλακή, οι αποτυχημένες προσπάθειες τους να μετατραπεί η ποινή του σε ισόβια, ο χρόνος γνωριμίας τους που αυξάνεται, ο χρόνος ζωής του που εξαντλείται, προάγουν τη σχέση τους σε ουσιαστικότερη επικοινωνία.
Τα ψυχολογικά δυναμικά ανάμεσα στην Έλεν και τον Μάθιου, τη μοναχή και τον μελλοθάνατο, εξελίσσονται σε τρία στάδια. Οι πρώτες συναντήσεις ενός άντρα με μια γυναίκα είναι αναγνωριστικές. Η αθώα, συντηρητική, μετρημένη, ελεγχόμενη και ειλικρινής Έλεν, φαντάζει απόλυτα επιθυμητή στον ανερμάτιστο, επιπόλαιο και στερημένο από αγάπη Μάθιου. Η ακεραιότητα όμως και η ευθύτητα με την οποία εκείνη τον αντιμετωπίζει, δεν του αφήνουν κανένα περιθώριο για παραπέρα μεθοδεύσεις και φαντασιώσεις. Δεν του ζητά να τη σεβαστεί σαν μοναχή. Οφείλουμε να φερόμαστε με σεβασμό στον κάθε άνθρωπο. Ο Μάθιου ακούει κάποια πράγματα ίσως για πρώτη φορά.
Μέσα από το διακριτικό και χωρίς πιέσεις πλησίασμα της Έλεν στη συνέχεια, αναπτύσσεται προοδευτικά και ασυνείδητα η επόμενη σχέση, μητέρας και γιου, η πανίσχυρη και καταλυτική αυτή σχέση εμπιστοσύνης και οικειότητας, που αποτελούν και τη βάση για το τελικό στάδιο επικοινωνίας, αυτό της συνομιλίας προσώπων, της ταύτισης και της αγάπης.
Βήμα-βήμα η ειλικρίνεια και η γεμάτη στοργή προσέγγιση της Έλεν, οι προτροπές της και οι αναφορές της στη Βίβλο, η συγκινητική συμπαράσταση της, γκρεμίζουν τα τείχη του Μάθιου και την παραμορφωμένη εικόνα του στον καθρέφτη της ψυχής του, ζεσταίνουν την καρδιά του, δυναμώνουν την προσωπικότητα του. Δεν νοιώθει να απειλείται από παντού. Η συμπεριφορά του γλυκαίνει, αρχίζει να βλέπει και πέρα από τον εαυτό του. Η υπεραναπλήρωση της ευαισθησίας, της αδυναμίας και της ανασφάλειας του με την υιοθέτηση και την προκλητική προβολή ρατσιστικής και ναζιστικής ιδεολογίας, παύει να του είναι απαραίτητη. Αντιμετωπίζει τη μητέρα και τ’ αδέλφια του σαν ένας άλλος άνθρωπος. Το πλαστό είδωλο του εαυτού του καταρρέει. Η Έλεν άγγιξε πραγματικά τη ψυχή του. Τώρα μπορεί να δει τον εαυτό του όπως πραγματικά είναι, ευάλωτος, τρομοκρατημένος. Μπορεί να λυπηθεί για τη ζωή του, μπορεί να μεταμεληθεί και όταν πια δεν του απομένουν παρά λίγα λεπτά ακόμα ζωής, να ξεσπάσει στο λυτρωτικό κλάμα της μετάνοιας, να ανοίξει την πόρτα της ψυχής του χωρίς φόβο, στον Θεό.
Παράλληλα οι στιγμιαίες αναδρομές στο ειρηνικό παρελθόν της Έλεν, εναλλάσσονται με τις σκληρές λεπτομέρειες της εγκληματικής νύχτας στο δάσος, του Μάθιου και με τις εναλλαγές των εικόνων συγκριτικά, αντί να αμβλύνονται οι δεύτερες, αντίθετα επιτείνονται οδυνηρά, σαν αλλεπάλληλες γροθιές στο στομάχι του θεατή. Τελικά η μετάνοια δεν ακολουθεί ιστορικά το έγκλημα. Οι σκηνές της φρίκης είναι πάντα εκεί, παρούσες ξανά και ξανά, στο κλάμα της μετάνοιας του, στην ώρα της συγγνώμης του, στη διαδικασία του θανάτου του. Και απρόσωπα, ψυχρά, τα πρόσωπα των δύστυχων συγγενών των θυμάτων, παρακολουθούν από το τζάμι την απονομή δικαιοσύνης με ανάμικτα συναισθήματα μίσους και ικανοποίησης.
Είναι τάχα πιο εύκολη η μετάνοια από την συγχώρεση; Η ανθρώπινη δικαιοσύνη που ακολουθεί το δημόσιο αίσθημα, δεν διαιωνίζει το μίσος και αναπαράγει το έγκλημα; Το κράτος δεν εγκληματεί με την εφαρμογή της θανατικής ποινής;
Το έργο τελείωσε, γεννήθηκαν ερωτήματα αμείλικτα για επεξεργασία και ο θεατής αποκομίζει πλούσια ερεθίσματα για να δουλέψει μέσα του και διδάγματα σημαντικά για να αφομοιώσει στο χαρακτήρα του. Ένα έργο στιβαρό, δυνατό, με πλούσιο πνευματικό περιεχόμενο, «ένα τσεκούρι στην παγωμένη επιφάνεια της ψυχής μας».
Η Susan Sarandon υπήρξε υπέροχη στο ρόλο της, διάφανη και γνήσια, δίνοντας μια ερμηνεία της sister Helen άξια για Oscar, που δίκαια της απονεμήθηκε.
Ο Sean Penn, ανταποκρίθηκε άριστα στον δύσκολο ρόλο του. Έχοντας κατανοήσει την ψυχολογία του Matthew, εκτιμούμε το πόσο σωστή υπήρξε η ερμηνεία του Penn.
Η μουσική επένδυση τέλος, συνόδευσε με τις κατάλληλες αποστάσεις το σενάριο και ολοκλήρωσε την αίσθηση πληρότητας που προσφέρει η ταινία.
Ο Τιμ Ρόμπινς και η Σ. Σάραντον
O Tim Robbins δημιούργησε με τη σκηνοθεσία του ένα συγκλονιστικό έργο. Όλα πήγαν καλά μέχρι λίγο πριν το τέλος του. Εκεί προς το τέλος υπήρξαν κάποια λάθη, που μειώνουν και υποβαθμίζουν την πνευματικότητα, τη σοβαρότητα και την αξιοπιστία της ταινίας, αν τα λάβει κανείς υπ’ όψη του. Όμως ο θεατής είναι τόσο επηρεασμένος από το ανελέητο σφυροκόπημα των συγκινησιακών ερεθισμάτων που δέχθηκε, ώστε θεωρεί τη ταινία τελειωμένη ήδη από το κλάμα της συντριβής του Matthew, αδιαφορώντας για τα πρόσθετα σημεία υπερβολής, εντυπωσιασμού και πολιτικών ή εμπορικών σκοπιμοτήτων, που ίσως στέρησαν από τον Robbins το Oscar σκηνοθεσίας. Θα αναφέρουμε την άκαιρη και αψυχολόγητη αναφορά του Μάθιου, που μόλις πριν λίγα λεπτά αξιώθηκε να νοιώσει τη γαλήνη της μετάνοιας στην ψυχή του, στον φόνο που διαπράττει «το κράτος σας» σκοτώνοντας τον, στα «σ’ αγαπώ» που ανταλλάσσουν μεταξύ τους ο Μάθιου με την Έλεν, στο μελοδραματικό άπλωμα του χεριού της Έλεν προς το μέρος του την ώρα που γίνεται η ένεση, στις τεχνικές αυθαιρεσίες της διαδικασίας της εκτέλεσης και στην τελείως περιττή σκηνή της ταφής και της συζήτησης που ακολουθεί.
Το έργο ωστόσο είναι πραγματικά σημαντικό, από αυτά που θυμάται κανείς σε όλη του τη ζωή.
Ας φέρνουμε συχνά στο νου μας τη φωνή του δεσμοφύλακα να αναγγέλλει επίσημα: “Dead man walking, dead man walking here!” και ας πιστέψουμε πως η αναγγελία αυτή αφορά σε μας, άλλωστε αυτή είναι η αλήθεια. Ίσως έτσι να ξεχνιόμαστε λιγότερο.
Προτού κλείσουμε τον φάκελο της ταινίας, γυρίζουμε ξανά στην αρχή, στην ήρεμη σκηνή των παιδιών που παίζουν σχοινάκι. Νοιώθουμε την παρουσία του Θεού την ώρα της μετάνοιας, νοιώθουμε την παρουσία Του την ώρα της προσευχής, το ίδιο νοιώθουμε τη θεϊκή παρουσία στις αθώες καρδιές των παιδιών την ώρα που παίζουν στη νέγρικη φτωχογειτονιά του Σαιντ Τόμας κι’ αγαπούν τη λευκή δασκάλα τους, την αδελφή Έλεν.

Μ. Ψ.

Ο ΛΟΓΟΣ


Η ταινία Ordet του Carl Theodor Dreyer, γυρίστηκε το 1954 στη Γιουτλάνδη της Δανίας και το σενάριο της στηρίχθηκε σε ένα θεατρικό έργο του Δανού πάστορα και συγγραφέα Kaj Munk [Kaj Herald Leininger Munk], που το 1944 εκτελέσθηκε από τους Γερμανούς για την αντιναζιστική δράση του.
Το θεατρικό ύφος του έργου έχει διατηρηθεί και στην ταινία. Τα μεγάλα πλάνα, ο αργός ρυθμός (σε πραγματικό χρόνο) κίνησης, οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες-ήρωες του έργου με τη λιτή και αυστηρή παρουσία τους, συνθέτουν ένα θαυμάσιο και αυθεντικό σύνολο. Έναν ζωντανό πίνακα, που συνοδεύουν διακριτικά οι ήχοι της φύσης και της καθημερινής ζωής στην εξοχή. Πέρα από την αισθητική πλευρά όμως, είναι η πνευματικότητα, η εσωτερική ζωή των ηρώων με τις εμμονές, τις αγωνίες, τις αναζητήσεις, τις ψυχολογικές τους διακυμάνσεις, που με τόση ωριμότητα και μοναδική δεξιοτεχνία ο Ντράγερ αξιοποιεί για να δομήσει μια σπουδαία, αριστουργηματική ταινία.
Στο αγρόκτημα των Μπόργκεν, ζει ο Μόρτεν με τους τρεις γιους του, τη νύφη του και τις δυο του εγγονές. Βρισκόμαστε στο 1925. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι είναι βιβλικά πατριαρχική, με τον κυριαρχικό αλλά και ανεκτικό πατέρα να τονίζει σε κάθε ευκαιρία, τόσο στους γύρω του όσο και στον εαυτό του, την πίστη του στον Θεό.
Ο Μίκελ ο μεγάλος γιός, ομολογεί πως δεν πιστεύει, αντίθετα από τη γυναίκα του, ο Γιοχάνες ο μεσαίος, νομίζει πως είναι ο Χριστός και τον μικρό τον Άντερ, τον απασχολεί περισσότερο ο έρωτας του για την Άννε, την κόρη του Πέτερ του ράφτη. O Πέτερ, αυστηρά δογματικός Λουθηρανός, βρίσκεται σε διαμάχη με τον Μόρτεν γιατί ο καθένας τους θεωρεί λανθασμένο τον τρόπο πίστης του άλλου. Ο πάστορας και ο γιατρός του χωριού έχουν επίσης ο καθένας, τις δικές του πεποιθήσεις.
Ένα μωσαϊκό ερμηνειών του δρόμου που οδηγεί στον Θεό και διαβαθμίσεων πίστεως, όπως συμβαίνει και στην κοινωνία μας ή όπως συμβαίνει ίσως και στον κάθε άνθρωπο, στην πορεία του προς τον Θεό.
Ο ρυθμός που κινούνται τα πρόσωπα του έργου, δεν μας οδηγεί εύκολα σε ταυτίσεις, αλλά μας δίνει την ευκαιρία να εξοικειωθούμε τόσο με τον χώρο, όσο και με τα ίδια τα πρόσωπα. Έτσι προοδευτικά μετατοπίζεται η προσοχή μας από τις δραστηριότητες τους στο χώρο και επικεντρώνεται στον εσωτερικό τους κόσμο.
Από τους χαρακτήρες του έργου, σαν πιο ολοκληρωμένη προσωπικότητα ξεχωρίζει μέσα στην ηρεμία που την περιβάλλει, η Ίγκερ, η γυναίκα του Μίκελ, που έχει ήδη δύο κόρες και είναι έγκυος στις μέρες της. Η Ίγκερ που πιστεύει γαλήνια, ειρηνικά, απλά, όπως απλός είναι ο Θεός, η Ίγκερ που πέρα από την πίστη της, έχει και μια καρδιά γεμάτη αγάπη προς όλους, που πέρα από την πίστη της και την αγάπη της είναι και ταπεινή, αθόρυβη, έτοιμη να βοηθήσει, να υπηρετήσει, να υπερασπιστεί, να συμπαρασταθεί στον καθένα που έχει ανάγκη. Η Ίγκερ είναι που κρατάει το σπίτι, όχι με τις φροντίδες και τις ασταμάτητες δουλειές της, αλλά με τις προσευχές και την αίσθηση του μέτρου, με το παράδειγμα της. Γι’ αυτό και όλοι την αγαπούν και τη σέβονται. Όλοι κινούνται γύρω της, γιατί και η ίδια με πολύ σεβασμό, υπομονή και γλυκύτητα, ασχολείται με όλους βλέποντας μέσα στις ψυχές τους και με τον καθένα χωριστά συζητά με πολλή αγάπη τα προβλήματα του. Με όλους εκτός από τον Γιοχάνες, τον τρελό αδελφό που τον παρακολουθεί διακριτικά, επίσης με πολλή στοργή και με κατανόηση στην απομόνωση που εκείνος επιζητά.
Ο Γιοχάνες ο σαλεμένος, ο Γιοχάνες με τα κηρύγματα του, είναι το άλλο σημαντικό πρόσωπο στο έργο. Ένας προικισμένος νέος που σπούδαζε θεολογία και που ο πατέρας του προσδοκούσε απ’ αυτόν ότι θα γινόταν η φωνή που θα επανέφερε τους Χριστιανούς στον ίσιο δρόμο. Όμως ο Γιοχάνες που έπλαθε μέσα του την πίστη με την ταπείνωση, που αγαπούσε ειλικρινά τον πατέρα του που πάλευε με τη δική του πίστη, αλλά και περίμενε απ’ αυτόν τόσα πολλά, λύγισε από την πίεση του χρέους του σ’ εκείνον και συμβίβασε ασυνείδητα τα πράγματα, ταυτίζοντας τον εαυτό του με τον Χριστό και σωματοποιώντας την πνευματική δυσκαμψία του πατέρα του στην κατατονικόμορφη συμπεριφορά του. Ωστόσο ο Γιοχάνες παρ’ όλα αυτά, ήταν μια ακέραια προσωπικότητα. Είχε πίστη θερμή και βαθιά, σταθερή και δυναμική, είχε αγάπη και ταπεινότητα, έβλεπε οράματα που αποδεικνύονταν αληθινά, είχε κερδίσει με την πηγαία απλότητα του την αγάπη και την εμπιστοσύνη της ανεψιάς του Μάρεν.
Ίσως ο προτεσταντισμός να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην πίστη και ο καθολικισμός στον ορθολογισμό, όμως όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος και όλη τη γνώση να έχεις και όλη την πίστη, ώστε να μετακινείς βουνά, αν δεν έχεις αγάπη δεν είσαι τίποτα.
Η ορθόδοξη προσέγγιση του Θεού προϋποθέτει και πίστη και αγάπη και ταπείνωση, γιατί ο Θεός είναι Βούληση και η Πίστη είναι η απόλυτη βούληση, ο Θεός είναι Συναίσθημα και η Αγάπη είναι το απόλυτο συναίσθημα, ο Θεός είναι Σοφία και το ταπεινό φρόνημα μας οδηγεί στη γνώση του Θεού. Ο Θεός είναι το Πρόσωπο και μόνο σαν πρόσωπα, με πίστη, αγάπη και ταπείνωση, μπορούμε να απευθυνθούμε σ’ Αυτόν και να προσευχηθούμε, να δοξολογήσουμε, να ευχαριστήσουμε, να Τον παρακαλέσουμε να αναστήσει τον αδελφό μας.
Ο Μόρτεν πηγαίνει με τον Άντερς στον Πέτερ να του ζητήσει την Άννε για νύφη του. Εκείνος, όπως αρνήθηκε προηγουμένως στον Άντερς, επαναλαμβάνει την άρνηση του στον Μόρτεν και υπερασπίζονται ο καθένας την πίστη του, εκδηλώνοντας ανοιχτά την αντίθεση και την επιθετικότητα τους. Αυτός ο ιερός πόλεμος εν ονόματι του Θεού της αγάπης και της συγγνώμης, είναι πραγματικά τόσο ακατανόητος όσο και συνηθισμένος. Ο εγωισμός είναι ένας εχθρός κρυφός και ύπουλος. Τον ταυτοποιούμε συχνά με την προσωπικότητα μας ή με την ισχυρή βούληση. Εκεί όμως που νομίζει κανείς ότι έχει αγγίξει τον Θεό, όταν αξιωθεί να δει, να γνωρίσει τον εαυτό του καλύτερα, καταλαβαίνει πόσο μακριά από την πραγματικότητα βρίσκεται.
Μόλις έχει τελειώσει η συγκέντρωση των συγχωριανών για το ταπεινό κήρυγμα του Πέτερ κι’ αμέσως μετά εκείνος εύχεται τον θάνατο της Ίνγκερ, που ξεκίνησε ήδη με τον γιατρό της την διαδικασία ενός ιδιαίτερα δυσοίωνου τοκετού, για να αντιληφθεί επιτέλους ο Μόρτεν το τεράστιο και καταστροφικό λάθος της πίστης του! Τι να πούμε; Και κυρίως τι να πούμε για την ετοιμότητα που έχουμε όλοι μας να κρίνουμε και να καταδικάσουμε στη συνείδηση μας τον Πέτερ, τον Μόρτεν, τον αδελφό μας, τον πλησίον μας, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε πως ο Πέτερ, ο Μότρεν, ο πλησίον μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, αδυσώπητοι κριτές του εαυτού μας!
Επιστροφή στο σπίτι. Το παιδί χάθηκε, η Ίνγκερ κινδυνεύει, αλλά τελικά ο γιατρός ανακοινώνει πως εκείνη κοιμάται και πιστεύει πως αν δεν υπάρξουν επιπλοκές, όλα θα εξελιχθούν ομαλά. Προτού φύγει, θα πιεί έναν καφέ, θα καπνίσει ένα πούρο παρέα με τον ιερέα, ικανοποιημένος που σαν καλός επιστήμονας έσωσε την καημένη την Ίνγκερ. Ο Μόρτεν είναι ευγνώμων στον Θεό και στον γιατρό για τη σωτηρία της Ίνγκερ και ευχαριστημένος ενδόμυχα από τη φανερή επιβράβευση της πίστης του. Ποιος όμως μπορεί να προβλέψει ή να ερμηνεύσει τα σχέδια του Θεού; Την ώρα που πρέπει να καταθέτουμε τη χαρά μας στα πόδια Του, ζητώντας ιδίως τώρα το έλεος Του, απερίσκεπτα η ανακούφιση μας παρασύρει στην έπαρση.
Ο Γιοχάνες βλέπει και πάλι τον άγγελο με το δρεπάνι να επανέρχεται. Το σχέδιο του Θεού δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
Η Μάρεν πλησιάζει τον θείο Γιοχάνες, μαθαίνει τι συμβαίνει, αλλά είναι ήσυχη. Αν πεθάνει η μαμά της, ο θείος της θα την αναστήσει. Σε μια υπέροχη σκηνή, ο «τρελός» θείος παίρνει στην αγκαλιά του απαλά τη μικρή Μάρεν, για να την βάλει και να την ευλογήσει στο κρεβατάκι της κι’εκείνη τον φιλά τρυφερά.
Την ίδια ώρα η Ίνγκερ πεθαίνει στον ύπνο της. Το ανακοινώνει συντετριμμένος ο Μίκελ. Η αίσθηση του θανάτου γεμίζει το σπίτι. Η σιωπή είναι πιο εύγλωττη από τα μικρά ξεσπάσματα πικρίας. Η Ίνγκερ έφυγε. Τα δυο αδέλφια οδηγούν τον Γιοχάνες να την δει. Εκείνος που είδε πρώτα τον πατέρα καταρρακωμένο, ένα ανήμπορο γεροντάκι σκυφτό και αμίλητο, βλέπει τώρα μπροστά του την Ίνγκερ νεκρή. Όμως είναι ο Χριστός, πρέπει κάτι να κάνει, κάτι να πει. Η ένταση είναι μεγάλη, η στιγμή κρίσιμη. Τι να σκεφτεί, τι να συνειδητοποιήσει; Τον παίρνουν από την Ίνγκερ λιπόθυμο.
Η ζωή για τον Μίκελ έχει σταματήσει. Νοιώθει άδειος, ο χρόνος γι’ αυτόν είναι επίσης νεκρός. Πηγαίνει και σταματά το εκκρεμές του ρολογιού.
Όλοι κινούνται στο ρυθμό του πένθους. Ο πόνος συνοδεύει την προετοιμασία της κηδείας. Το φέρετρο της Ίνγκερ στη μέση του άδειου δωματίου, ανάμεσα στα δυο παράθυρα που γεμίζουν τον χώρο με διυλισμένο φως, ανάμεσα στη σιωπή που ενώνει τον Μίκελ και τον πατέρα του, είναι μια εικόνα που μένει αξέχαστη.
Έρχεται ο ιερέας να πει δυο λόγια και ο γιατρός να συλλυπηθεί, ενώ ακούγονται οι ύμνοι από τους γείτονες που θα συνοδεύσουν την κηδεία. Προσέρχεται μετανοιωμένος και ο Πέτερ, αλληλοσυγχωρούνται με τον Μόρτεν και παραδίδει την Άννε στον Άντερ, να μη μείνει το σπίτι χωρίς γυναίκα. Η ατμόσφαιρα αρχίζει να αλλάζει. Η μικρή Μάρεν έρχεται να αποχαιρετήσει τη μητέρα της, την χαιρετά ανέμελα και φεύγει. Όλοι νομίζουν πως δεν έχει καταλάβει. Εκείνη όμως είναι η μόνη που γνωρίζει τι θα επακολουθήσει.
Ετοιμάζονται να κλείσουν το φέρετρο. Ο Γιοχάνες, που είχε εξαφανισθεί μετά τη λιποθυμία του, μπαίνει στο δωμάτιο και είναι πια καλά. Το σοκ του θανάτου και η εικόνα του δύστυχου πατέρα, έχουν άρει την πίεση που τον κρατούσε εγκλωβισμένο στην «τρέλα». Δεν είναι εκείνος ο Χριστός. Ο Χριστός ζει μέσα του. Στηλιτεύει την απιστία των «πιστών», που δεν διανοήθηκαν να προσευχηθούν για την επάνοδο της Ίνγκερ. Η Μάρεν τον πλησιάζει και τον προτρέπει σιγανά: -«Τώρα είναι η ώρα!»
Η μεγάλη στιγμή έφτασε. Η στιγμή που προετοίμασε βήμα-βήμα ο Ντράγερ με τόση ευαισθησία, διορατικότητα και τέχνη. Ο Γιοχάνες έχει μετρήσει την κατάσταση, τους άλλους και τον εαυτό του. Είναι τρέλα να θέλεις να αναστήσεις έναν άνθρωπο; Θα τολμήσει; Θα μπορέσει; Ο Γιοχάνες έχει πίστη, έχει αγάπη, αλλά είναι και ταπεινός. Και προχωρά στην κορυφαία κίνηση όλου του έργου, στη δικαίωση του. Πιάνει σφιχτά το χέρι της Μάρεν. Από την αθωότητα της, από την εμπιστοσύνη της αντλεί τη δύναμη να ζητήσει από τον Θεό την ανάσταση της μητέρας της και διατάζει την Ίγκερ, στο όνομα του Χριστού, να επιστρέψει.
Η Ίνγκερ κινεί το χέρι της και πολύ αργά ανοίγει τα μάτια της. Η Μάρεν χαμογελά ευχαριστημένη.
Τι περισσότερο να ζητήσει κανείς; Όλοι γύρω είδαν μπροστά στα μάτια τους το θαύμα και ένοιωσαν την παρουσία του Θεού. Πιο πολύ από όλους, ο άπιστος Μίκελ. Ανασηκώνει απαλά την Ίνγκερ και κείνη τον ρωτά για το παιδί. «Ζει», της απαντάει, «ζει στο σπίτι του Θεού!» Έκπληκτη εκείνη αντιλαμβάνεται την μεταστροφή του.
Ο Άντερ βάζει ξανά σε λειτουργία το ρολόϊ. Η ζωή θα συνεχιστεί, μια καινούργια ζωή θα αρχίσει στο σπίτι των Μπόρσεν, ενώ ο πάστορας και ο γιατρός παρίστανται βουβοί και δύσπιστοι παρατηρητές, εκπροσωπώντας τη συμβατικότητα της θρησκείας και την υπεροπτική αυτάρκεια της επιστήμης.
Η Ίγκερ συνειδητοποιεί την ανάσταση της. Ο Μίκελ την κρατά στην αγκαλιά του γεμάτος πίστη και αίσθηση Θεού, εκείνη γυρίζει το πρόσωπο της σε κείνον, δίνοντας την εντύπωση πως στρέφει να τον φιλήσει, όμως ένα φιλί εκείνη την ιερή, συγκλονιστική στιγμή θα ήταν κάτι πολύ φτωχό. Ο Ντράγιερ, αριστοτέχνης στις εκφράσεις συναισθημάτων, το έχει ήδη προβλέψει. Και κείνη κρατώντας τον άντρα της σφιχτά, μένει με το στόμα μισάνοιχτο να ρουφά τη ζωή, να εισπνέει αχόρταγα τη διάχυτη θεϊκή χάρη, ενώ ανάγλυφα στο πρόσωπο της μετατρέπεται η έκπληξη της σε χαρά, η χαρά της σε συγκίνηση και η συγκίνηση της σε άφατη ευγνωμοσύνη.
«Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριο.»

Μ.Ψ. 

ΛΟΥΘΗΡΟΣ

 Η βιογραφία του Λούθηρου, αυτού του ξεχωριστού ανθρώπου που διέσπασε την Δυτική Εκκλησία, ασφυκτιώντας από την υποκρισία, την αδικία και τον σκοταδισμό του Βατικανού, παρουσιάζεται σε αυτή την καλή ταινία που το σενάριο της τεκμηριώθηκε από θεολόγους της Λουθηρανικής εκκλησίας.

Λούθηρος [Luther – 2003]

Η ιστορία του Μαρτίνου Λούθηρου (1483–1546), με την εξαιρετική σκηνοθεσία του Eric Till, τις υπέροχες ερμηνείες όλων των βασικών ηθοποιών και με 100 περίπου άλλους συντελεστές να επιμελούνται και την παραμικρή λεπτομέρεια του έργου, γυρίστηκε στη Γερμανία, στην Ιταλία και στην Τσεχία και παρουσιάζει με ρεαλισμό τα σημαντικότερα γεγονότα που επηρέασαν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και έθεσαν τις βάσεις του Προτεσταντισμού, δίνοντας συγχρόνως μια πολύ ζωντανή εικόνα της εποχής.


Η ταινία ξεκινά το 1505. Ο Λούθηρος (Joseph Fiennes) έχει ήδη σπουδάσει δύο χρόνια Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της πόλης Erfurt και συνέχισε να σπουδάζει Νομικά, που ήταν η επιθυμία του πατέρα του. Είχε επισκεφθεί την οικογένεια του στο Mansfeld και στις 2 Ιουλίου επέστρεφε στο Πανεπιστήμιο, όταν ξεσπά μια φοβερή καταιγίδα. Η πρώτη σκηνή του έργου, μας δείχνει μια καταρρακτώδη βροχή με αστραπές και κεραυνούς να φωτίζουν το τοπίο. Ο Λούθηρος τρέχει πανικόβλητος από τις βροντές, πέφτει στις λάσπες, σηκώνεται, τρέχει απεγνωσμένος σαν αγρίμι κυνηγημένο, ξαναπέφτει και προσεύχεται στην Αγία Άννα, της φωνάζει, ορκίζεται αν ζήσει, να γίνει μοναχός. Μέσα του, ένα παιδί χωρίς πατέρα και Θεό να το προστατεύσουν, χωρίς μάνα και Παναγιά να το λυπηθούν. Επικαλείται την Αγία Άννα, τη μόνη που νοιώθει στοργικά κοντά του, μόνη και έσχατη ελπίδα του.
Μέσα σε 30 δραματικά δευτερόλεπτα ταινίας, βρίσκεται συμπυκνωμένη η περίληψη όλου του έργου, όλης της ζωής του Λούθηρου, με φόντο τη θολή ακόμα ατμόσφαιρα του Μεσαίωνα. Σκοτεινιά, ταραχή, φόβος, ένας αυστηρός και απορριπτικός πατέρας κι’ ένας τιμωρός και εκδικητικός Θεός, το ίδιο πρόσωπο που τον απειλεί και τον απομακρύνει συνεχώς από κοντά του και εκείνος ικετεύει ξανά και ξανά και εκλιπαρεί την αγάπη του.
Τον βλέπουμε στη συνέχεια μοναχό στο Μαύρο Μοναστήρι των Αυγουστινιανών Ερημιτών. Για δυο χρόνια σπουδάζει Θεολογία, μελετά, προσεύχεται, εξομολογείται καθημερινά τις αμαρτίες του, παλεύει με τον εαυτό του και με τον διάβολο. Φθάνει η στιγμή που σαν ιερέας θα τελέσει την πρώτη του Λειτουργία. Ανάμεσα στους πιστούς παρευρίσκεται ο πατέρας του. Την ώρα που υψώνει το δισκοπότηρο και απευθύνεται στον ζώντα και παντοδύναμο Θεό, αυτός ο ανάξιος και ασήμαντος αμαρτωλός, καταλαμβάνεται από τρόμο. Στο πρόσωπο του Θεού, προβάλλει τη στάση του πατέρα του που είναι εκεί και τον παρακολουθεί, έτοιμος να τον κατακεραυνώσει, να τον απορρίψει και πάλι, να τον διώξει από κοντά του. Τρέμουν τα χέρια του, η σημαντικότερη στιγμή της ζωής του είναι μια αποτυχία.

Ο πατέρας του φεύγει χωρίς να του μιλήσει. Τρέχει πίσω του, τον παρακαλεί κλαίγοντας σχεδόν, να μείνει για λίγο. Μα εκείνος φεύγει θυμωμένος με το άλογο του, αφήνοντας τον πληγωμένο και έρημο, έρμαιο στους δαίμονες που τον τριγυρίζουν και στην κατάθλιψη που φωλιάζει στην άδεια του καρδιά.
Ο Λούθηρος ψάχνει στο σκοτάδι, ψηλαφά στα τυφλά μέσα στην καταιγίδα της ανελέητης αυτοκριτικής του και στους κεραυνούς της θείας τιμωρίας που τον περιμένει, να βρει ένα τρόπο κατευνασμού, ένα μέσο εξιλασμού, ένα δρόμο σωτηρίας.
Ο πνευματικός του πατέρας, ο Johann von Staupitz (Bruno Ganz), έχει καταλάβει τι του συμβαίνει: «Δεν είναι ο Θεός» του λέει, «οργισμένος μαζί σου, μα εσύ με Εκείνον!» Του δίνει τον σιδερένιο του Σταυρό: «Απευθύνσου στον Χριστό και πες του –Είμαι δικός Σου, σώσε με!»
Σφίγγει τον Σταυρό πάνω του, βάλσαμο στα συντρίμμια της αυτοεκτίμησης του. Ίσως να βρει την αλήθεια που ζητά απεγνωσμένα, στη θυσία και στα λόγια του Ιησού.
Απεσταλμένος από το μοναστήρι του ο Λούθηρος, φθάνει το 1510 στη Ρώμη, την έδρα του Πάπα. Η επίσκεψη του αυτή τον συνταράζει. Μπροστά στα μάτια του εκτυλίσσονται σκηνές εξαθλίωσης, διαφθοράς, άθλιας εξαπάτησης. Αναδιπλώνεται στον εσωτερικό του κόσμο, να ισορροπήσει. Αγοράζει συγχωροχάρτι για να σώσει τον παππού του. Προσκυνά την ιερή κάρα του Προδρόμου και προσπαθεί να προσευχηθεί. Τα πάντα όμως έχουν στόχο το χρήμα, όλα αγοράζονται. Η Εκκλησία με την εξουσία της, εφαρμόζει ψυχολογικούς εξαναγκασμούς και ωμή βία κι’ εκμεταλλεύεται τη φτώχεια, την αμάθεια, την ευπιστία και την πίστη του απλού κόσμου για να του αποσπάσει χρήματα. Παίρνει ένα πικρό και σκληρό μάθημα και επιστρέφει οργισμένος στο μοναστήρι του.

Από τότε ξεκινά τη συστηματική μελέτη της Αγίας Γραφής και του Αγίου Αυγουστίνου. Είναι καιρός να κοιτάξει και πέρα από τα δικά του προβλήματα και την προσωπική του αναζήτηση του Θεού. Ένα νέο κεφάλαιο αρχίζει στη ζωή του.
Ο Λούθηρος συνεχίζει στο Αυγουστινιανό μοναστήρι της Βιττεμβέργης, όπου θα έχει τη δυνατότητα να κηρύττει και να ασχοληθεί στο Πανεπιστήμιο της πόλης με τη διδακτορική του διατριβή. Εφαρμόζει το «κηρύττουμε καλύτερα o,τι θέλουμε να μάθουμε» και προσπαθώντας να μεταδώσει στους άλλους τις σκέψεις του, αντιλαμβάνεται καλύτερα και ο ίδιος έννοιες όπως πίστη και έλεος.
"Ο Θεός πρέπει να είναι ελεήμων" λέει στο κήρυγμα του, μιλά για τον Χριστό.
Αρχίζει να γίνεται αποδεκτός και ολοένα περισσότερο αγαπητός από τον κόσμο. Η στάση του αυτή επιβραβεύεται ιδιαίτερα με ένα δώρο από το ανάπηρο κοριτσάκι της Χάννα, της κοπέλας που πουλάει ξύλα για να ζήσει με το παιδί της, λίγα βατόμουρα μαζεμένα από το δάσος, δοσμένα με απλότητα κι’ αγάπη.
Μόλις ολοκληρώνει τις διδακτορικές του διατριβές στη Φιλοσοφία και στη Θεολογία, του αναθέτουν την έδρα της Βιβλικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο. Διδάσκει, κηρύττει και αντιτίθεται ανοιχτά στις παπικές πρακτικές. Ο πρώην συμφοιτητής του στη Νομική σχολή Georg Spalatin (Benjamin Sadler) που είναι τώρα γραμματέας του ηγεμόνα της Σαξονίας, του πρίγκιπα Φρειδερίκου του Σοφού (Friedrich - Peter Ustinov), του μεταφέρει τη δυσφορία του Πρίγκιπα και του συνιστά να είναι προσεκτικός.
Ο Πάπας Λέων ο 10ος, χρειάζεται συνεχώς χρήματα για τη σπάταλη ζωή του και οι απεσταλμένοι του πιέζουν τον κόσμο να αγοράσει συγχωροχάρτια. Ικανότερος πωλητής ο Johann Tetzel (Alfred Molina), τις μεθόδους του οποίου καταγγέλλει ο Λούθηρος δημόσια. «Τα συγχωροχάρτια δεν είναι διαβατήρια για τις ουράνιες χαρές του Παραδείσου και αν ο Πάπας μπορεί να αδειάσει το καθαρτήριο, γιατί δεν το κάνει από αγάπη, αλλά για το χρήμα;»
Ο απλός λαός που υποφέρει από τη φτώχεια και δυσανασχετεί από τις εισπρακτικές απαιτήσεις της Εκκλησίας, βρίσκει επιτέλους κάποιον που τον υπερασπίζεται. Οι υποστηρικτές του Λούθηρου πολλαπλασιάζονται.


Στις 31 Οκτωβρίου 1517 καρφώνει στις πόρτες του Καθεδρικού Ναού της Βιττεμβέργης τις «95 θέσεις» του, με τις οποίες καταγγέλλει σαν αντιχριστιανικά τα συγχωροχάρτια και καλεί τους εντεταλμένους του Πάπα σε δημόσια συζήτηση. Οι θέσεις του τυπώνονται και κυκλοφορούν ταχύτατα σε όλη τη Γερμανία.
Ο Πάπας πληροφορείται τα γεγονότα και τον καλεί να παρουσιαστεί στη Ρώμη. Δεν απαντά. Μέσα στο πλήθος βλέπει τον πατέρα του να τον παρακολουθεί έκπληκτος και ανήσυχος. Τον πλησιάζει χαρούμενος και τον αγκαλιάζει «Σ’ ευχαριστώ πατέρα!» του λέει, αλλά εκείνος απομακρύνεται και πάλι βιαστικός.
Δεν μπορεί πια να κάνει πίσω, ούτε να σταματήσει τις εξελίξεις. Έχει ενστερνισθεί απόλυτα όσα γράφει ο Άγιος Αυγουστίνος περί «εκλογής και προορισμού».
Γράφει βιβλία που εκδίδονται και κυκλοφορούν αμέσως. Κύριος εκφραστής ο Λούθηρος, της διαμαρτυρίας (Protest) προς τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αρχίζει να υλοποιεί τις βάσεις της Μεταρρύθμισης. Μελετά, αποδέχεται ή απορρίπτει και θεσμοθετεί κατά συνείδηση. Μια συνείδηση μοιραία επηρεασμένη όμως, από τα προσωπικά του βιώματα και τις ψυχολογικές του διακυμάνσεις, καθώς και από τις τάσεις και απαιτήσεις μιας καταπιεσμένης κοινωνίας που βρίσκεται σε αναβρασμό. Ο παλαιός ταπεινός μοναχός Μαρτίνος δεν υπάρχει πια.
Ο Πάπας ασκεί πίεση στον πρίγκιπα Φρειδερίκο και ζητά να του τον παραδώσει. Εκείνος που συμπαθεί το ελεύθερο πνεύμα του Λούθηρου, υπολογίζει τις αντιδράσεις του κόσμου και ενοχλείται από τις επεμβάσεις του Πάπα, αρνείται. Ο Πάπας το πληροφορείται ενώ βρίσκεται με τη συνοδεία του σε κυνήγι. Τη στιγμή που σκοτώνει τον αγριόχοιρο, έχει πάρει τις αποφάσεις του. Αφορίζει τον Λούθηρο και δίνει εντολή να καούν τα βιβλία του.
Ο Λούθηρος με τη σειρά του, ρίχνει στη φωτιά δημόσια το επίσημο έγγραφο του αφορισμού του. Ωστόσο, θα πρέπει να συλληφθεί και να οδηγηθεί για δίκη στη Ρώμη. Με τη μεσολάβηση του Φρειδερίκου, ο ανεψιός του και Αυτοκράτορας Κάρολος ο 5ος (Torben Liebrecht) υπόσχεται εναλλακτικά, την ασφαλή του μεταφορά με συνοδεία στη Βορμς για μια τίμια διαδικασία στη Βουλή.

Στη δίκη που γίνεται το 1521, δεν αναιρεί όσα έχει γράψει στα βιβλία του και δηλώνει πως αν δεν πειστεί με επιχειρήματα μέσα από την Αγία Γραφή ή με αδιάσειστη λογική, δεν μπορεί να ενεργήσει αντίθετα από τη φωνή της συνείδησης του. Αποχωρεί μέσα στις έντονες επευφημίες του κόσμου.
Κατά την επιστροφή του στη Βιττεμβέργη και πριν προλάβουν να τον συλλάβουν για τις αιρετικές θέσεις του, σύμφωνα με την απόφαση της δίκης, ο Φρειδερίκος σκηνοθετεί μια σύλληψη-απαγωγή και τον κρύβει στον Πύργο του Βάρτμπουργκ, με το ψευδώνυμο George Junker. Εκεί απομονωμένος και απερίσπαστος, ασχολείται με τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στα Γερμανικά. Στη μοναξιά του και μάλιστα χωρίς τον μοναστικό αυτοκαταναγκασμό, λειτουργεί καλύτερα.
Εν τω μεταξύ οι σπίθες ελπίδας που σκόρπιζε επί χρόνια στον απλό κόσμο με τα μεταρρυθμιστικά βιβλία του, μετατράπηκαν σε μια τεράστια πυρκαγιά μετά τη δίκη του. Οι ταραχές αρχίζουν από τη Βιττεμβέργη. Η εξέγερση γενικεύεται. Οι χωρικοί λεηλατούν και καταστρέφουν εκκλησίες και μοναστήρια. Τα γεγονότα ξεπερνούν πια τον Λούθηρο που από καθοδηγητής μετατρέπεται σε θεατή. Δεν μπορεί να ελέγξει τις επιπτώσεις των ενεργειών του. Προτρέπει τους ηγεμόνες να καταστείλουν την εξέγερση με κάθε μέσο, να επανέλθει η νομιμότητα.

Οι οργανωμένοι ένοπλοι στρατιώτες επεμβαίνουν και καταπνίγουν την εξέγερση στο αίμα. Πάνω από 100.000 χωρικοί κείτονται νεκροί στους δρόμους, στα μοναστήρια, στις εκκλησίες. Ανάμεσα τους αναγνωρίζει και το κοριτσάκι της Χάννα.
Οι θεωρητικές μεταρρυθμιστικές τοποθετήσεις του αρχίζουν να εφαρμόζονται στην πράξη. Στη Βιττεμβέργη οι ιερείς και οι μοναχοί παντρεύονται. Ο μοναχισμός καταργείται. Η απόλυτη προσήλωση και πίστη στον Λόγο του Ευαγγελίου, είναι το μόνο που χρειάζεται κάποιος για να σωθεί.
Η Καταρίνα φον Μπόρα, πρώην μοναχή, τον θαυμάζει και τον πολιορκεί. Τραγουδά πολύ όμορφα και ο Λούθηρος έχει ευαισθησία στο τραγούδι και στη μουσική. Παντρεύονται. Μια αφοσιωμένη σύζυγος με τη γλυκύτητα και την τρυφερότητα της, ίσως μπορέσει να καταλαγιάσει την ένταση της ψυχής του, να μετριάσει τη μελαγχολία που περιοδικά τον καταδυναστεύει.
«Όλοι με νομίζουν σταθερό» της έχει πει, «όμως εγώ συνέχεια περιπλανιέμαι».
Ο Λούθηρος δεν είχε γνωριστεί με τον Φρειδερίκο μέχρι τώρα. Τον επισκέπτεται και του παραδίδει την Καινή Διαθήκη μεταφρασμένη στα Γερμανικά, ένα δώρο στον προστάτη του και μια σημαντική προσφορά σε όλη τη Γερμανία.
Στο Άουγκσμπουργκ το 1530, ο Κάρολος ενισχυμένος από τις πρόσφατες νίκες του στο εξωτερικό, συγκεντρώνει τους άρχοντες και απαιτεί να επιστρέψουν στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Όμως η ιστορία έχει γυρίσει πια τη σελίδα της. Οι πρίγκιπες αρνούνται και εναντιώνονται στη θέληση του. Ο Αυτοκράτορας αναγκάζεται να υποχωρήσει. Διαβάζουν μπροστά του τη νέα ομολογία πίστεως που συνέταξαν οι Μεταρρυθμιστές, που είναι πια ελεύθεροι να προχωρήσουν στο δικό τους δρόμο, ανεξάρτητοι από τη Ρώμη.
Ο Λούθηρος θα αποκτήσει έξι παιδιά και θα ζήσει ακόμα 16 χρόνια, έχοντας επιδράσει εκτός από την Εκκλησία και στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική δομή της εποχής του.

Μια λεπτομέρεια, εκτός ταινίας: Ο Λούθηρος απομακρύνθηκε μικρός από το σπίτι του, τον είχε αναλάβει μια πλούσια οικογένεια που φρόντισε πολύ τη μόρφωση του. Τελικά επέστρεψε και πέθανε στο Eisleben της Σαξονίας, στην πόλη που γεννήθηκε και που βρισκόταν το πρώτο πατρικό του σπίτι.

Μ. Ψ.