Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΘΑΥΜΑ

Μια ταινία με θεολογικό προβληματισμό, η οποία θίγει ζητήματα όπως "ο δικηγόρος του διαβόλου" στην Καθολική Εκκλησία, οι προϋποθέσεις ανακηρύξης της αγιότητος, το θαύμα και οι αμφιβολίες στην πίστη. 




 «Το Τρίτο Θαύμα» σε σκηνοθεσία της Agnieszka Holland, γυρίστηκε στην Αμερική το 1999 και αποτελεί μια πολυδιάστατη και με πολλές εκπλήξεις δημιουργία.
Το έργο ξεκινά με μια αναδρομή, που θα πάρει κάποια στιγμή τη θέση της στην εξέλιξη του έργου. Πρόκειται για ένα θαύμα που έγινε στη Σλοβακία το 1944. Ένα πρωί, αμερικανικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν μια πόλη με γερμανικά στρατεύματα. Την ώρα του γενικού πανικού που όλοι τρέχουν να σωθούν, ένα κοριτσάκι προσεύχεται γονατισμένο στα σκαλιά μπροστά στο άγαλμα της Παναγίας. Κρατά σφιχτά σαν μοναδικό θησαυρό του, οικείο, ένα αγαλματάκι Της. Όλοι περιμένουν σε δευτερόλεπτα την καταστροφή, όμως οι βόμβες δεν φθάνουν ποτέ στο έδαφος.

Εκστατικοί μάρτυρες του θαύματος, παρευρίσκονται ο πατέρας του κοριτσιού και ένας νεαρός πάστορας.

Ο ρεαλισμός της σκηνής του βομβαρδισμού, χωρίς επιλεκτικές εστιάσεις σε ακραίες καταστάσεις, αποκτά μια υπερβατική πληρότητα με τη θαυματουργική προσευχή του μικρού κοριτσιού. Γιατί παράλληλα με τη βία, τη τραχύτητα, τον φόβο και τον παραλογισμό του πολέμου, η παρουσία του Θαύματος όταν υπάρχει πίστη, είναι επίσης μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα.

Το θαύμα της εισαγωγής ακολουθεί διακριτικά στη συνείδηση του θεατή την εξέλιξη του έργου, μέχρι τη στιγμή που θα επανέλθει εντυπωσιακά και πάλι στο προσκήνιο. Η ταινία ωστόσο, εντυπωσιάζει κυρίως με την αρμονική ένταξη της πνευματικότητας στα στοιχεία ρεαλισμού της. Το έργο αποκτά μια πλούσια δυναμική σαν συνέπεια της πνευματικότητας αυτής, που χωρίς να προβάλλεται ιδιαίτερα, η παρουσία της είναι διάχυτα αισθητή και καταλυτική. Ήδη βιώσαμε τις διευρυμένες στιγμές της επιδρομής, που ο χρόνος παγώνει για όλους, καθώς έντρομοι αναμένουν τις βόμβες που βάρυναν τον ουρανό να επιφέρουν τον όλεθρο, ενώ το κοριτσάκι ολοκληρώνει την ολόθερμη λιγόλογη επίκληση του στην Παναγία, και με την υπέροχη βεβαιότητα της εμπιστοσύνης του στην προσωπική σχέση τους κατευθύνεται χαρούμενο στον έκπληκτο πατέρα του.  





Τριανταπέντε χρόνια αργότερα, το 1979, βρισκόμαστε στο Σικάγο.

Στον περίβολο του μοναστηριού του Αγίου Στανισλάους, όπου εντάχθηκε και με πολλή αγάπη εργάστηκε μια ξεχωριστή γυναίκα, η Έλεν Ο’Ρήγκαν, ένα θαύμα που αποδίδεται σ’ αυτήν επαναλαμβάνεται κάθε φορά που βρέχει τον Νοέμβριο, τον μήνα της κοιμήσεως της. Το άγαλμα της Παναγίας δακρύζει με αίμα που κυλά στο πρόσωπο της και που έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Οι πιστοί προσεύχονται στην Έλεν και ζητούν την αγιοποίηση της. Το Βατικανό αναθέτει στον ιερέα  Frank Shore [Ed Harris], γνωστό για τον εξονυχιστικό έλεγχο που εφαρμόζει σε ανάλογες περιπτώσεις, να ερευνήσει το θαύμα και να εισηγηθεί ή όχι την αγιοποίηση. Εκείνος θα αποδεχθεί την αποστολή αυτή σαν να την περίμενε, σαν να προετοιμαζόταν γι’ αυτήν, αν και είχε απομακρυνθεί εκούσια από την Εκκλησία πριν από μερικούς μήνες.

Ο πατέρας Φρανκ, με βαθιά συναίσθηση της ευθύνης του, θα ερευνήσει τις συνθήκες του θαύματος και τη ζωή της Έλεν, που είχε παντρευτεί, είχε αποκτήσει μια κόρη και όταν χήρεψε, αποφάσισε να αποσυρθεί στο μοναστήρι. 

 
Η κόρη της Έλεν Roxanna [Anne Heche], συναντά ενοχλημένη τον πατέρα Φρανκ που αναζητά πληροφορίες, γιατί δεν έχει συγχωρήσει τη μητέρα της που την εγκατέλειψε στη δύσκολη ηλικία της εφηβείας της.

Ανάμεσα στον πατέρα Φρανκ που βρίσκεται σε μια φάση γενικότερης αναζήτησης και της Ρωξάννας που δεν θέλει να είναι “η κόρη της Αγίας”, αλλά να αποκτήσει την ξεχωριστή, δική της θέση σε μια ζωή που της ανήκει, αναπτύσσεται μια συμπάθεια.

Όμως η Έλεν Ο’Ρήγκαν είναι εκείνη που κυριαρχεί πια στη ζωή του πατέρα Φρανκ. Το αίμα των δακρύων του αγάλματος της Παναγίας είναι της ίδιας ομάδας με το αίμα της Έλεν. Ανίατοι ασθενείς θεραπεύονται. Ο πατέρας Φρανκ θα ζητήσει την αγιοποίηση της. Στην προσπάθεια του αυτή, θα έχει να αντιμετωπίσει τον “Συνήγορο του διαβόλου”, τίτλο που επάξια φέρει ο Αρχιεπίσκοπος Werner [Armin Mueller-Stahl]. Επιπλέον θα πρέπει να αποδείξει με αδιάσειστα στοιχεία την ύπαρξη τριών θαυμάτων. Η έρευνα αποκαλύπτει πως στο θαύμα της Σλοβακίας, το κοριτσάκι που με την προσευχή του απέτρεψε την καταστροφή ήταν η Έλενα Κρόλοβα, η μετέπειτα Έλεν Ο’Ρήγκαν. Μάρτυρες φυσικά δεν υπάρχουν πια, όμως σε μια δραματική σκηνή ο Αρχιεπίσκοπος Βέρνερ θα αναγκασθεί συγκλονισμένος να επιβεβαιώσει το θαύμα στον πατέρα Φρανκ. Υπήρξε και ο ίδιος μάρτυρας των όσων συνέβησαν, όταν από ένα φορτηγό που μετέφερε τραυματίες Γερμανούς στρατιώτες παρακολούθησε το κοριτσάκι να προσεύχεται και τις βόμβες στον ουρανό να μετατρέπονται σε χιλιάδες περιστέρια. Η Έλενα, η μικρή τσιγγάνα της Σλοβακίας, πριν από τον πατέρα Φρανκ, πριν από τη Ρωξάννα, είχε ήδη σφραγίσει και τη ζωή του Αρχιεπισκόπου Βέρνερ.    


Καθώς το βασικό θέμα της ταινίας είναι «η αγιοποίηση» στην Καθολική Εκκλησία, έχουμε την ευκαιρία να αντιληφθούμε πως οι τύποι, με το ισχυρό άλλοθι που παρέχουν στην εξουσία που τους εφαρμόζει αμετάκλητα, υπεισέρχονται και στερούν από ιερές διαδικασίες την ευαισθησία, τον σεβασμό και την διορατική αξιολόγηση που θα όφειλαν να έχουν, εξομοιώνοντας τις σε μεγάλο βαθμό με κοσμικές διοικητικές πρακτικές, αγνοώντας βέβαια πως “η διάκριση υπερτερεί των κανόνων.”

Την ίδια ώρα ο παλμός της ζωής στο Σικάγο, δονεί τις ψυχές του απλού λαού που ελίσσεται σκληρά με κάθε τρόπο για να επιβιώσει στην καθημερινότητα, διψά να κοινωνήσει αγάπη και επιβεβαίωση, απεκδύεται την βιοτική του μέριμνα για να συναντήσει μέσα στη βροχή, σαν σε μια σύγχρονη κολυμβήθρα του Σιλωάμ, την ελπίδα του θαύματος στο πρόσωπο της «Αγίας» του. 

Η Αννιέσκα Χόλλαντ με πολλή τέχνη και με ανάλογη ίσως διαίσθηση, κατορθώνει να συνθέσει σε ένα ενιαίο σύνολο ζωής, το παρελθόν με το παρόν, την Εκκλησία με τα γκέτο, τον πλούτο με την ανέχεια, τη συνέπεια με την απάτη, τη μοναξιά με τον συνωστισμό εκατομμυρίων ανθρώπων, σε ένα σενάριο όπου το ενδιαφέρον του θεατή προοδευτικά θα μετατεθεί από το κύριο θέμα της ταινίας, τον επιδιωκόμενο στόχο της αγιοποίησης, στις ψυχολογικές επιπτώσεις των εξελίξεων στους τρεις κύριους χαρακτήρες του έργου.

Οι εκπλήξεις όμως, δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα. Σταδιακά επίσης, γίνεται αντιληπτό πως το έργο λειτουργεί κυριολεκτικά με τη δική του προσωπικότητα, με ιδανικούς εκφραστές των στοιχείων που απαρτίζουν μια προσωπικότητα -της βούλησης, του συναισθήματος και της σκέψης- τον πατέρα Φρανκ, τη Ρωξάννα και τον Αρχιεπίσκοπο Βέρνερ.

Ο πατέρας Φρανκ εκπροσωπεί τη Βούληση. Η ευθυκρισία, η μεθοδικότητα και ο ορθολογισμός, ιδιότητες της οργανωμένης σκέψης του που τόσο εκτιμούσαν στο Βατικανό, δεν έπαιξαν ρόλο στην απομάκρυνση του από την Εκκλησία. Οι αμφιβολίες του δεν τον οδήγησαν σε άρνηση του Θεού, σε αλλαγή πορείας, σε οριστική αποχώρηση. Τον βρίσκουμε σε κατάσταση αναμονής να σιτίζεται με τους άπορους, ανώνυμος μέσα στο ανώνυμο πλήθος. Δεν θεωρεί τον εαυτό του άξιο να λειτουργεί σαν ιερέας. Δεν αμφιβάλλει για τον Θεό, αμφιβάλλει για τη δική του δυνατότητα να νιώσει τον Θεό. Το κτίσιμο (με τη σκέψη) μιας «λογικής» πίστης, δεν του αρκεί. Επιζητά, προσεύχεται και προσδοκά τη θεία επέμβαση στη ζωή του, ώστε να υπερβεί στη συνείδηση του η έννοια της Θεότητας τα στενά όρια της νόησης, να μετουσιώσει την ύπαρξη του, να φλογίσει την καρδιά του με ιερό πόθο. Μια τέτοια πίστη οφείλει στον Θεό.  

Η Πίστη δεν είναι νοητική θέση, είναι βουλητική στάση. Είναι μια στάση ζωής που επαναπροσδιορίζεται και ισχυροποιείται σε κάθε βήμα, έτσι που η σχέση με το Θεό να εξελίσσεται σαν πορεία προς την αγιότητα. Μια πορεία που από ανηφορική και επίπονη, θα μεταλλαχθεί σε ταξίδι χαράς και αδημονίας για ένωση με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, επιστέγαση της απόλυτης ένταξης της βούλησης μας στην Αγάπη του Κυρίου μας.

Η Πίστη είναι εκούσια υπαγωγή της ελευθερίας μας στη βούληση του προσώπου που εμπιστευόμαστε. Και όταν το πρόσωπο αυτό είναι ο ίδιος ο Θεός, χωρίς δεύτερη σκέψη ακολουθούμε το δρόμο που με άπειρη αγάπη μας υποδεικνύει, αξιώνοντας μας να μετέχουμε στα σχέδια Του.

Ο πατέρας Φρανκ είναι ο άνθρωπος που τολμά να αποστασιοποιηθεί από τη συμβατικότητα για να αναζητήσει την αλήθεια. Ο άνθρωπος που μέσα από τις επιρροές του κόσμου, θα αδράξει την ευκαιρία να προσεγγίσει το ακατανόητο και να γοητευθεί από τον πνευματική διαύγεια της αγιότητας. Ο άνθρωπος που ερευνώντας και γνωρίζοντας βαθύτερα την Έλεν, θα γίνει ο μοναδικός μάρτυρας ενός ακόμα θαύματος της, γιατί το θαύμα αυτό θα αφορά μόνο στον ίδιο και στην αλλοίωση του.

Η Ρωξάννα αντιπροσωπεύει στην ταινία το Συναίσθημα. Είναι πληγωμένη, γιατί ζητά ικανοποίηση και ολοκλήρωση μακριά από μια ορθή βουλητική κάλυψη. Υποκαθιστά τη θέληση της με επιθυμίες. Η βούληση της αδρανεί και υπαγορεύει τις επιθυμίες της στη βούληση των άλλων. Ένα συναίσθημα αυτονομημένο, στην προσπάθεια του να γευθεί την αγάπη και τη χαρά στη ζωή του, αναλώνεται σε μια τυφλή πορεία.

Όπως συχνά συμβαίνει στα παιδιά σημαντικών γονέων, η Ρωξάννα βιώνει την ανάγκη να ενταχθεί ισότιμα σε μια ομάδα, μια κοινωνία, μια σχέση. Ο πατέρας Φρανκ κατανοεί, συμπάσχει, όμως οι επιλογές της Ρωξάννας είναι άλλες κι’ εκείνος έχει διαλέξει ήδη τον δρόμο του.

Ο Αρχιεπίσκοπος Βέρνερ συνάντησε νωρίς στη ζωή του το θαύμα, αλλά ο σκεπτικισμός του τον οδήγησε μέσα από διαύλους λήθης και εκλογίκευσης σε συμβιβασμούς. Η διανόηση που δεν κατευθύνεται από σταθερά προσανατολισμένη βούληση, δεν καλλιεργεί πίστη, αλλά αναπτύσσει εγωισμό και έπαρση. Για μια ουσιαστική σχέση με τον Θεό, η αλαζονική ευφυΐα είναι μεγάλο εμπόδιο. Ο πραγματικά έξυπνος άνθρωπος διαθέτει την ικανότητα να σταθμίσει το μέγεθος του και αντιλαμβάνεται πως πνευματική ζωή που δεν αντλεί από την Πηγή της Ζωής, είναι μια υποκειμενική ψευδαίσθηση, κενή πνεύματος.

Μεταξύ του πατέρα Φρανκ και του Αρχιεπίσκοπου Βέρνερ, της βούλησης που αναζητά τον Θεό και του συμβιβασμένου σκεπτικισμού, δεν μπορεί να υπάρξει σημείο επαφής. Οι συγκρούσεις τους είναι αναπόφευκτες. Παρ’ όλα αυτά, την ώρα που ο Θεός ανοίγει τη σκηνή της αλήθειας, όλοι επανέρχονται στην ουσιαστικότερη στιγμή τους. Ο Αρχιεπίσκοπος ξαναγίνεται ο νεαρός ανάπηρος στρατιώτης που στριμωγμένος και ανήμπορος σε ένα φορτηγό, παρακολουθεί ένα μικρό κοριτσάκι να εισακούεται από την Παναγία και ο πατέρας Φρανκ, ο ταπεινός ικέτης που ζητούσε να σωθεί ο πατέρας του υποσχόμενος να γίνει ιερέας. Τώρα θα έχει την ευκαιρία σαν επιβράβευση της ευθύτητας του, να επανέλθει στη θέση του στην Εκκλησία, πιστός και άξιος.

Τελευταία γεύση από την ιδιαίτερη αυτή ταινία, παραμένει στο θεατή η πραγματικά θαυμαστή αμφίδρομη ενέργεια που υφίσταται στις πνευματικές σχέσεις. Ο πατέρας Φρανκ αγωνίστηκε να αποδείξει την αγιότητα της Έλεν και εκείνη μέσα από τον αγώνα του αυτόν, του υπέδειξε τον δρόμο προς την αγιότητα.


Μ. Ψ.